Στο εργοστάσιο κατασκευής πυραύλων της MBDA στο Μπόλτον της Αγγλίας, ο Βρετανός υπουργός Αμυνας Λουκ Πόλαρντ στάθηκε δίπλα σε έναν μηχανικό, ο οποίος έριχνε πούδρα στην παλάμη του σαν να ήταν νεραϊδόσκονη. Αυτά είναι τα «μυαλά των πυραύλων» είπε ένας τεχνικός, αναφερόμενος στα εξελιγμένα εξαρτήματα που θα επιτρέψουν στο όπλο να εντοπίσει και να «κλειδώσει» τον στόχο του. Ο Πόλαρντ βρέθηκε στο Μπόλτον πριν από μερικές εβδομάδες για να προωθήσει μια νέα σύμβαση ύψους 118 εκατ. λιρών με την MBDA, έναν ευρωπαϊκό κατασκευαστή όπλων, για την κατασκευή έξι νέων εκτοξευτών πυραύλων.
Η εταιρεία, η οποία διαθέτει επίσης εργοστάσια στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, προσέλαβε 2.500 εργαζομένους πέρυσι και σχεδιάζει να προσλάβει επιπλέον 2.600 μέχρι το τέλος του έτους.
Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπό την πίεση της συνεχιζόμενης επιθετικότητας της Ρωσίας στην Ουκρανία, ελπίζουν ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά εκατοντάδες δισ. δολάρια θα αναζωογονήσει τις υποτονικές οικονομίες τους. Το λεγόμενο μέρισμα ειρήνης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει αντιστραφεί: θα υπάρχουν λιγότερα χρήματα για σχολεία και συντάξεις, αλλά περισσότερα για άρματα μάχης και πυραύλους.
Ωστόσο δεν είναι σαφές εάν οι υψηλότεροι αμυντικοί προϋπολογισμοί θα δημιουργήσουν σημαντική, μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη ή θα ενισχύσουν κυρίως τις μετοχές των κατασκευαστών όπλων.
Αυτή η αμφιβολία δεν έχει μειώσει τις φιλοδοξίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Κιρ Στάρμερ, δεσμεύτηκε να αξιοποιήσει το «αμυντικό μέρισμα», μια επένδυση «που γίνεται μία φορά ανά γενιά» και μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και «τεράστια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας».
Το λεγόμενο μέρισμα ειρήνης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει αντιστραφεί: θα υπάρχουν λιγότερα χρήματα για σχολεία και περισσότερα για πυραύλους.
Στη Γερμανία, η βιομηχανία όπλων Rheinmetall σχεδιάζει να προσλάβει 8.000 νέους εργαζομένους την επόμενη διετία, αυξάνοντας τις ελπίδες ότι η επέκταση της αμυντικής βιομηχανίας μπορεί να συμβάλει στην αντιστάθμιση των χαμένων θέσεων από τον προβληματικό τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας. Στην Ιταλία, η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι εντάχθηκε τον περασμένο μήνα στο πρόγραμμα της Ε.Ε. για τη στρατιωτική ενίσχυση και συναντήθηκε με κατασκευαστές όπλων για να τους ενθαρρύνει να επενδύσουν σε έργα που θα έχουν οφέλη και στην κοινωνία. Η υπόσχεση οικονομικών προνομίων είναι μεταξύ άλλων ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί η αντίθεση των αριστερών και λαϊκιστικών κομμάτων στην αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς, σημειώνουν οι New York Times.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι κάθε δολάριο στρατιωτικών δαπανών θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 50 σεντς. Η απόδοση των δαπανών στην εκπαίδευση ή τις υποδομές τείνει να είναι πολύ υψηλότερη, αποφέροντας ανάπτυξη μεγαλύτερη από την αρχική επένδυση.
Την άνοιξη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα οδηγήσει σε μικρή αύξηση 0,3%-0,6% της συνολικής δραστηριότητας των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. έως το 2028. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, τα μεγάλα οικονομικά οφέλη από τις στρατιωτικές δαπάνες εμφανίζονται μακροπρόθεσμα, μόνον εφόσον δρομολογηθούν σημαντικά ποσά στην έρευνα και την ανάπτυξη.
«Δεν υπάρχει τίποτα καλό στο να αγοράζεις ένα άρμα μάχης αντί να χτίζεις ένα σχολείο», δήλωσε ο Kένεθ Ρόγκοφ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Αυτό που ωθεί την ανάπτυξη είναι οι τεχνολογικές εξελίξεις και όσα προκύπτουν από μεγαλύτερες επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η αεροδιαστημική και οι ημιαγωγοί. Επιπλέον, οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της άμυνας ωθεί τον ιδιωτικό τομέα να επενδύσει περισσότερο. Ο Πόλαρντ δήλωσε ότι η βρετανική κυβέρνηση έπρεπε να αποδείξει ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών όχι μόνο προσφέρει ασφάλεια σε επικίνδυνες περιόδους, αλλά και «συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην ανάπτυξη της οικονομίας».

