Οι δασμοί 50% του προέδρου Τραμπ ισοδυναμούν με κήρυξη οικονομικού πολέμου στην Ινδία, υπονομεύοντας τις τεράστιες επενδύσεις που έκαναν οι αμερικανικές εταιρείες για να αντισταθμίσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα. Η σκληρή δουλειά της Ινδίας να παρουσιαστεί στον κόσμο ως η καλύτερη εναλλακτική στα κινεζικά εργοστάσια, κάτι που στελέχη επιχειρήσεων και επενδυτές έχουν υιοθετήσει ως μέρος της στρατηγικής «Κίνα Συν Ενα», καταστράφηκε.
Λιγότερο από μία εβδομάδα από τότε που οι δασμοί τέθηκαν σε ισχύ, αξιωματούχοι και επιχειρηματίες στο Νέο Δελχί, και οι Αμερικανοί εταίροι τους, προσπαθούν να κατανοήσουν το νέο τοπίο. Το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα ήταν εμφανές από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην Κίνα το Σαββατοκύριακο. Οι εμπορικές και πολιτικές σχέσεις Ινδίας – Κίνας έχουν διαταραχθεί κατά καιρούς σοβαρά, και ήταν το πρώτο ταξίδι του Μόντι στη χώρα εδώ και επτά χρόνια.
Η προσέγγιση «Κίνα Συν Ενα» ήταν κρίσιμη για τις εκκολαπτόμενες φιλοδοξίες της Ινδίας να γίνει βιομηχανική δύναμη. Η ανάπτυξη της μεταποίησης, ιδίως σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, θεωρήθηκε από την Ινδία ως τρόπος αντιμετώπισης χρόνιων προβλημάτων όπως η υποαπασχόληση του τεράστιου πληθυσμού των νέων εργαζομένων της. Πλέον, η συνέχιση αυτής της πορείας, χωρίς τη στήριξη της Ουάσιγκτον, προβλέπεται ακόμη πιο δύσκολη.
Οι δασμοί του Τραμπ αναστατώνουν ήδη τις αλυσίδες εφοδιασμού. Η Ινδία είναι λιγότερο ελκυστική για τους Αμερικανούς εισαγωγείς, φιλοδοξεί ωστόσο να γίνει μία από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην πέμπτη θέση και σύντομα αναμένεται να ξεπεράσει την Ιαπωνία. Εάν οι ΗΠΑ δεν βοηθήσουν ή, χειρότερα, σταθούν εμπόδιο στον δρόμο της, η Ινδία δεν έχει άλλη επιλογή από το να πλησιάσει το Πεκίνο, ακόμη και αν εμμένει στον στόχο της να ανταγωνιστεί τον γιγάντιο γείτονά της. Η σχέση Ινδίας – Κίνας όμως είναι πιο περίπλοκη από ποτέ. Μία δεκαετία διασυνοριακών συγκρούσεων κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 2020 με μάχες σώμα με σώμα που σκότωσαν τουλάχιστον 24 στρατιώτες, η οικονομική σύγκρουση όμως υπήρχε ήδη κάτω από την επιφάνεια.
Το Νέο Δελχί δεν έχει άλλη επιλογή από το να πλησιάσει το Πεκίνο, ακόμη και αν εμμένει στον στόχο του να ανταγωνιστεί τον γιγάντιο γείτονά του.
Στις αρχές της πανδημίας, με την κατακόρυφη πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς, η Ινδία ανησύχησε όταν ανακάλυψε ότι η κεντρική τράπεζα της Κίνας είχε αποκτήσει αθόρυβα το 1% σε μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές της τράπεζες. Η Ινδία απάντησε μπλοκάροντας πολλές μορφές επενδύσεων από την Κίνα. Τελικά, απέκλεισε τα περισσότερα κινεζικά επιχειρηματικά κεφάλαια από τους κόμβους νεοσύστατων τεχνολογικών επιχειρήσεων και απαγόρευσε περισσότερες από 200 κινεζικές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένου του TikTok.
Η Κίνα διαθέτει ένα ακόμη μεγαλύτερο οπλοστάσιο οικονομικών όπλων. Εχει περιορίσει την πρόσβαση της Ινδίας σε σπάνιες γαίες και δεκάδες άλλες τεχνολογίες που χρειάζεται η Ινδία για τα εργοστάσιά της. Αλλά η εργαλειοποίηση της οικονομικής πολιτικής από τον Τραμπ έχει καταφέρει πολύ πιο σκληρό πλήγμα στις ινδικές εταιρείες.
Αν αυτό ήταν ένα ερωτικό τρίγωνο, η Ινδία θα ήταν ο εγκαταλελειμμένος εραστής. Ο Τραμπ, με τους δασμούς ύψους 50% που της επέβαλε και τα εχθρικά σχόλια των συμβούλων του, την έχει παρατήσει. Αυτό επισκιάζει τη νέα προσέγγιση του Μόντι απέναντι στον Σι. Η κατεύθυνση είναι σαφής, παρά το γεγονός ότι σημαντικές λεπτομέρειες δεν είναι. Η Κίνα δεν έχει δείξει ακόμη τις προθέσεις της, λένε οι αναλυτές. Αντίθετα, η Ινδία έχει τεράστια εξάρτηση από την Κίνα για τις εισαγωγές. Είναι σαφές τι θέλει η Ινδία.

