Οι «μαχητές» του αμερικανικού εμπορίου ίσως μπουν στον πειρασμό να κηρύξουν πρόωρα νίκη. Αλλωστε, τα έσοδα από τους δασμούς εκτινάχθηκαν τον Ιούλιο κατά 131% σε ετήσια βάση, αγγίζοντας τα 127 δισ. δολάρια. Επίσης, το εμπορικό έλλειμμα συρρικνώθηκε τον Ιούνιο στο χαμηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2023. Και την περασμένη εβδομάδα η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες διευκρίνισαν τους νέους εμπορικούς όρους από δασμούς αυτοκινήτων και φαρμακευτικών σκευασμάτων μέχρι σημαντικές δεσμεύσεις για επενδύσεις.
Το σκεπτικό είναι ότι η δύναμη της αμερικανικής κατανάλωσης είναι υπερβολικά δελεαστική ώστε να την αγνοήσουν οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες του εξωτερικού. Το αποτέλεσμα είναι οι δασμοί, οι υποσχέσεις για επενδύσεις και το πλεονέκτημα της εγχώριας παραγωγής. Ωστόσο, όπως σχολιάζει η στήλη του Reuters, Breakingviews, η δημοσιονομική πραγματικότητα της σκληρής προσέγγισης του Ντόναλντ Τραμπ θα προσγειώσει απότομα την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας.
Οι ΗΠΑ είναι ένας οικονομικός κολοσσός που αποτελεί περίπου το 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bureau of Economic Analysis (BEA) και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα αγαθών, περίπου 86 δισ. δολαρίων τον Ιούνιο, καθώς αποτελεί τεράστια ευκαιρία για τους εξαγωγείς διεθνώς. Οι δασμοί και οι προσχεδιασμένες επενδυτικές συμφωνίες ανά χώρα ουσιαστικά εργαλειοποιούν αυτή τη δυναμική: πληρώστε, αλλιώς θα χάσετε την πρόσβασή σας.
Σύμφωνα με το Breakingviews, το αποτέλεσμα του περίεργου συνδυασμού δασμών και υποσχέσεων, όπως η δέσμευση της Ε.Ε. να αγοράσει αμερικανικά ενεργειακά προϊόντα 750 δισ. δολαρίων και τσιπ τεχνητής νοημοσύνης 40 δισ. δολαρίων, δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό. Η αμερικανική κυβέρνηση κάνει λόγο για δεσμεύσεις των εταίρων να επενδύσουν 5,1 τρισ. δολάρια στις ΗΠΑ με όρους. Επιπλέον επιτίθεται σε κανονισμούς που αποτελούν εφιάλτη για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, αποσπώντας από την Ευρώπη την υπόσχεση για «ευελιξία» στον προγραμματισμένο φόρο επί των εισαγωγών με υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και πιέζοντας τον Καναδά να καταργήσει το τέλος για τις ψηφιακές υπηρεσίες.
Η Αμερική είναι ένας οικονομικός κολοσσός που αποτελεί περίπου το 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Αυτή η επιθετική πολιτική έχει κόστος. Οι δασμοί διαμορφώνονται κατά μέσον όρο σε υψηλό σχεδόν ενός αιώνα, ενώ τα συνολικά κέρδη από δασμούς θα μπορούσαν να φθάσουν στο 2,6% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Budget Lab του Πανεπιστημίου Γέιλ. Αυτό ουσιαστικά είναι ένας φόρος που θα επιβαρύνει την κατανάλωση, ανεβάζοντας τις τιμές και επιβραδύνοντας την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, όπως εκτιμά το Γέιλ.
Μέχρι στιγμής, οι αμερικανικές επιχειρήσεις φαίνεται πως αντεπεξέρχονται καλά. Το μεικτό περιθώριο κέρδους των εισηγμένων στον S&P 500 έφθασε στο 12,8% το δεύτερο τρίμηνο, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, σύμφωνα με την εταιρεία FactSet. Ωστόσο, επτά κλάδοι, μεταξύ των οποίων ο ενεργειακός και ο κτηματομεσιτικός, σημείωσαν πτώση σε ετήσια βάση.
Οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν ήδη αρχίσει να μειώνονται, παραμένοντας σταθερές τον Ιούνιο σε όρους προσαρμοσμένους στον πληθωρισμό, σύμφωνα με τα στοιχεία του BEA. Αυτό ενδέχεται να εμποδίσει τις προσπάθειες των εταιρειών να μετακυλίσουν το αυξημένο κόστος στους καταναλωτές, ακόμη κι αν ο δείκτης τιμών μεταποίησης του Institute of Supply Management ανήλθε τον Ιούλιο σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τριών ετών.
Σύμφωνα με το Breakingviews, όταν οι καταναλωτές είναι σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, οι εταιρείες δεν μπορούν να αυξήσουν τις τιμές χωρίς να χάσουν μέρος των πωλήσεων κι έτσι δέχονται πλήγμα στα κέρδη τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το ελεύθερο εμπόριο έχει στηρίξει την οικονομική ισχύ των ΗΠΑ. Η απομάκρυνση από αυτή τη νοοτροπία θα μπορούσε ακόμη να οδηγήσει και σε αντίθετα αποτελέσματα: ενδεικτικά, η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ευρώπη έφθασε τον Ιούλιο σε υψηλό 14 μηνών, καθώς οι εταιρείες προσπαθούν να θωρακιστούν από την αβεβαιότητα στις ΗΠΑ. Οι δασμοί ενδέχεται να αποδειχθούν φόρος για τον κινητήριο μοχλό του αμερικανικού εξαιρετισμού.

