Σε μια εποχή όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις αυξάνονται και η τεχνολογία εξελίσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ακόμη και η παραδοσιακά φιλειρηνική Σίλικον Βάλεϊ αλλάζει ρότα. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί που είχαν αποκηρύξει την εμπλοκή τους σε όπλα και πολεμικές ενέργειες ντύνονται πλέον στο «χακί» και επιστρατεύονται στην υπηρεσία των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Οπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα σε μια άκρως συμβολική τελετή στη βάση Myer-Henderson Hall, τέσσερα κορυφαία στελέχη των εταιρειών Meta, OpenAI και Palantir ορκίστηκαν να υποστηρίξουν και να υπερασπιστούν τις ΗΠΑ, με στρατιωτική ενδυμασία και μπότες. Ο στρατός των ΗΠΑ τους απένειμε τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και τους ενέταξε στη νέα μονάδα τεχνικής καινοτομίας, το «Απόσπασμα 201», με αποστολή να συμβουλεύουν τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ για τις νέες τεχνολογίες. Ηταν η κορυφαία στιγμή μιας συστηματικής στρατολόγησης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία έχει επιταχυνθεί τα τελευταία δύο χρόνια.
Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής και στις εταιρικές πολιτικές των τεχνολογικών κολοσσών. Εταιρείες όπως η OpenAI, η Google και η Meta, που κάποτε είχαν ρητές απαγορεύσεις για τη χρήση ΑΙ σε όπλα, έχουν πλέον αφαιρέσει αυτές τις διατυπώσεις. Η OpenAI, η εταιρεία πίσω από το ChatGPT, συνεργάζεται πλέον με αμυντικές εταιρείες για την κατασκευή τεχνολογίας κατά των drones. Η Meta αναπτύσσει γυαλιά εικονικής πραγματικότητας για την εκπαίδευση στρατιωτών στη μάχη. Και η Google ανακοίνωσε ότι αίρει την απαγόρευση χρήσης ΑΙ σε όπλα, τονίζοντας ότι «οι δημοκρατίες θα πρέπει να ηγούνται στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης».
Την ίδια στιγμή, ο τομέας της αμυντικής τεχνολογίας γνωρίζει τεράστια άνθηση, με τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων στον κλάδο να αυξάνονται κατά 33% πέρυσι, φτάνοντας τα 31 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τη McKinsey. Επενδυτικοί κολοσσοί όπως η Andreessen Horowitz προωθούν εκατομμύρια δολάρια σε νεοφυείς επιχειρήσεις, ενώ η Υ Combinator, που «γέννησε» την Airbnb και την DoorDash, χρηματοδότησε για πρώτη φορά μια startup άμυνας το 2024. Η «στρατιωτικοποίηση» των Βig Tech οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, από τον ανταγωνισμό με την Κίνα για την τεχνολογική ηγεσία και τους συνεχιζόμενους πολέμους σε Ουκρανία και Γάζα, μέχρι το μεταβαλλόμενο πολιτικό κλίμα. Ορισμένα στελέχη και επενδυτές έχουν στραφεί ανοιχτά πλέον προς τα δεξιά, ενώ η κυβέρνηση έχει διαθέσει ρεκόρ κονδυλίων για την άμυνα.
Ο στρατός των ΗΠΑ απένειμε τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη σε στελέχη των Meta, OpenAI και Palantir.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πολλοί είναι εκείνοι που εκφράζουν ανησυχίες για το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα προηγμένα όπλα και για τον ελάχιστο έλεγχο που θα έχουν οι δημιουργοί τους στη χρήση τους. Παρ’ όλα αυτά, όπως τονίζει ο ιστορικός τεχνολογίας Μάργκαρετ Ο’ Μάρα, «οι εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ είναι υπερανταγωνιστικές» και η επιθυμία τους να εισέλθουν στους επικερδείς αμυντικούς τομείς υπερισχύει των ηθικών διλημμάτων.
Η Σίλικον Βάλεϊ βέβαια δεν ήταν πάντα αυτό που γνωρίζουμε σήμερα. Τη δεκαετία του ’50, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν ο πρώτος σημαντικός υποστηρικτής της, επενδύοντας σε τεχνολογίες για να ανταγωνιστεί τη Σοβιετική Ενωση. Η Υπηρεσία Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων Αμυνας (DARPA) ήταν αυτή που επώασε τεχνολογίες όπως το Ιντερνετ, που αποτέλεσαν τη βάση για τις μεγαλύτερες εταιρείες τού σήμερα, συμπεριλαμβανομένης της Google.
Η σημερινή εποχή, όμως, σηματοδοτεί τη λήξη ενός κύκλου. Η «ειρηνιστική» ιδεολογία των δεκαετιών του ’90 και του 2000, η οποία εκφράστηκε με διαμαρτυρίες εργαζομένων για συμβόλαια με το Πεντάγωνο, ανήκει πλέον στο παρελθόν. Η νέα γενιά της τεχνολογίας είναι υπερήφανη που συμμετέχει στην άμυνα των ΗΠΑ, με τον επικεφαλής της OpenAI, Σαμ Αλτμαν, να δηλώνει πρόσφατα ότι «είμαστε περήφανοι και πραγματικά θέλουμε να ασχοληθούμε με τομείς εθνικής ασφαλείας».

