Το κουμπί του «pause» στα επιτόκια πάτησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως και αναμενόταν ευρέως, στην πρώτη απόφαση για παύση στις μειώσεις από τη συνεδρίαση του Ιουλίου του 2024. Το μεγάλο ερώτημα ήταν και παραμένει εάν πρόκειται για μια σύντομη παύση μέχρι την επόμενη συνεδρίαση τον Σεπτέμβριο ή για την έναρξη μιας μεγαλύτερης περιόδου στάσης αναμονής και ουσιαστικά του τέλους του κύκλου χαλάρωσης. Η Κριστίν Λαγκάρντ απέφυγε να δώσει οποιοδήποτε στίγμα σχετικά με αυτό, επαναλαμβάνοντας ότι «η ΕΚΤ είναι σε καλή θέση» ώστε να αντιμετωπίσει «τα ταραγμένα νερά και τους κινδύνους που σχετίζονται με τους δασμούς» και επιλέγει να τηρήσει στάση αναμονής και παρακολούθησης των εξελίξεων (wait-and-see mode). Πάντως, σύμφωνα με αναλυτές, οι πιθανότητες περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων έχουν μειωθεί.
Πιο αναλυτικά, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ με ομόφωνη απόφαση διατήρησε σταθερά τα επιτόκια της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης σε 2%, 2,15% και 2,40% αντίστοιχα. Σημειώνεται πως πριν από τη χθεσινή παύση η ΕΚΤ είχε μειώσει οκτώ φορές τα βασικά επιτόκια, κατά 200 μονάδες βάσης συνολικά, από τον Ιούνιο του 2024, όταν και ξεκίνησε ο κύκλος χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, στην πιο επιθετική εκστρατεία μείωσης των επιτοκίων από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. «Ουσιαστικά έχουμε κλείσει τον κύκλο αποπληθωρισμού», διεμήνυσε η Λαγκάρντ.
Με επιτόκιο καταθέσεων στο 2%, δηλαδή σε ένα επίπεδο που θεωρείται ουδέτερο (ούτε περιοριστικό ούτε επεκτατικό), ονομαστικό πληθωρισμό στο 2%, προοπτικές για τον πληθωρισμό καλά εδραιωμένες και με την αβεβαιότητα για τους δασμούς να παραμένει, η ΕΚΤ δεν βρίσκεται υπό πίεση να δράσει και μπορεί απλώς να περιμένει να δει ποιος κρατάει το καλύτερο εμπορικό «χαρτί» και αν ο πληθωρισμός θα συμπεριφερθεί πραγματικά όπως προβλέπεται, αφήνοντας έτσι τις επιλογές της ανοιχτές εν αναμονή των τελικών δασμών και των ενδεχόμενων αντιποίνων.
Οι αγορές εκτιμούν ότι δεν έχουν τελειώσει οι μειώσεις, αναμένοντας τουλάχιστον ακόμη μία το φθινόπωρο, ενώ οι γνώμες εντός της Κεντρικής Τράπεζας διίστανται ως προς τα επόμενα βήματα.
Την Πέμπτη υπήρξαν αναφορές πως οι ΗΠΑ και οι Βρυξέλλες βρίσκονται κοντά σε μια εμπορική συμφωνία για δασμούς 15% στην Ε.Ε., ωστόσο η Λαγκάρντ απέφυγε να πάρει ως δεδομένο ότι θα υπάρξει συμφωνία σε αυτό το επίπεδο και αρκέστηκε να πει ότι «όσο πιο σύντομα λυθεί το θέμα των δασμών τόσο λιγότερη αβεβαιότητα θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε». Οπως σημειώνει και η Deutsche Bank, το deal δεν έχει επιβεβαιωθεί και όπως έχουμε μάθει καλά με τον Τραμπ, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν γρήγορα ακόμη και στο παρά πέντε.
Εάν ωστόσο υπάρξει συμφωνία για δασμούς 15%, αυτό το επίπεδο θα είναι χειρότερο από το βασικό σενάριο της ΕΚΤ (10%), αλλά καλύτερο από το δυσμενές σενάριο της Κεντρικής Τράπεζας (20%).
Πάντως, οι αγορές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ δεν έχει τελειώσει με τις μειώσεις, αναμένοντας τουλάχιστον ακόμη μία το φθινόπωρο, ενώ οι γνώμες εντός της Κεντρικής Τράπεζας διίστανται ως προς τα επόμενα βήματα. Κάποιοι αξιωματούχοι έχουν αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω μειώσεων, ανησυχώντας ότι ο πληθωρισμός ενδέχεται να παγιωθεί κάτω από τον στόχο του 2%, ενώ άλλοι προειδοποιούν ότι η αύξηση των δημοσίων δαπανών μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύμα πληθωριστικών πιέσεων. Για παράδειγμα, ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό και ο Ιταλός ομόλογός του Φάμπιο Πανέτα έχουν εκτιμήσει ότι μπορεί να χρειαστεί νέα χαλάρωση. Από την άλλη πλευρά, η Ιζαμπελ Σνάμπελ του Εκτελεστικού Συμβουλίου δήλωσε πρόσφατα ότι θεωρεί πως ο πήχυς για περαιτέρω μείωση είναι «πολύ ψηλά».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank Μαρκ Γουόλ επισημαίνει πως αν και το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα είναι μια σύντομη ή μια μεγάλη παύση, η αβεβαιότητα ωστόσο παραμένει υψηλή και δεν αποκλείει το επόμενο μεγάλο θέμα για τις αγορές να είναι η επιστροφή στις αυξήσεις επιτοκίων. «Η ΕΚΤ δικαίως θέλει να διατηρήσει ανοιχτές τις επιλογές της. Αλλά αν η αβεβαιότητα για το εμπόριο εξασθενήσει, ο συνδυασμός μιας ανθεκτικής οικονομίας και μιας σημαντικής δημοσιονομικής χαλάρωσης θα μεταφραστεί τελικά σε ανοδικούς κινδύνους για τον πληθωρισμό. Οι αγορές δεν απέχουν συνεπώς πολύ από το να αλλάξουν την εστίαση από την τελευταία μείωση επιτοκίων στην πρώτη αύξηση».

