Η παγκόσμια οικονομία επιδεικνύει μεγάλες αντοχές στην επιθετική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ καθώς παρά τους δασμούς η ανάπτυξη, η παραγωγή, το εμπόριο, η κατανάλωση αλλά και άλλοι κρίσιμοι δείκτες βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα και τείνουν να διαψεύσουν τις δυσοίωνες προβλέψεις για τα δεινά του εμπορικού πολέμου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της JPMorgan, το α΄ εξάμηνο του έτους το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Οπως υπογραμμίζει ο αμερικανικός τραπεζικός κολοσσός, αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης αντιστοιχεί περίπου στο μακροπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης.
Παράλληλα, οι εμπορικές συναλλαγές είναι σε υψηλά επίπεδα, τα χρηματιστήρια στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν καταγράψει κέρδη-ρεκόρ και οι προβλέψεις για διεθνείς φορείς αναβαθμίζουν τις εκτιμήσεις τους για ανάπτυξη στις περισσότερες χώρες από την Ευρώπη έως την Ασία. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, βρίσκονται επίσης σε υψηλά επίπεδα παγκοσμίως οι επενδύσεις, η απασχόληση στον μεταποιητικό τομέα, οι δαπάνες επιχειρήσεων και νοικοκυριών και η συνολική οικονομική δραστηριότητα. Ειδικότερα, ο όγκος του εμπορίου αυξήθηκε παγκοσμίως κατά 5,3% σε σύγκριση με το σύνολο του 2024 και ο ΠΟΕ προβλέπει πως θα αυξηθεί κατά 0,1% για το σύνολο του έτους, ενώ αρχικά προέβλεπε ότι θα μειωνόταν κατά 0,2%. Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal, η παγκόσμια οικονομία οφείλει τις αυξημένες αντοχές της εν μέρει στα ανακλαστικά που ανέπτυξαν οι επιχειρήσεις από την εμπειρία της πανδημίας, αφού η πανδημία τις ανάγκασε να βρουν τρόπους να θωρακίσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες τους και να διαχειριστούν τη μείωση των περιθωρίων κέρδους. Οπως τονίζει ο Ανχελ Ταλαβέρα, οικονομολόγος της Oxford Economics, ορισμένες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν τώρα μεγάλα αποθέματα προεξοφλώντας ότι στο μέλλον θα ισχύουν σαφώς υψηλότεροι δασμοί.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της JPMorgan, το α΄ εξάμηνο του έτους το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους.
Συνεισφέρουν, όμως, παράλληλα και οι δαπάνες που δρομολογούν οι κυβερνήσεις σε Ευρώπη και Αμερική και ιδιαιτέρως στη Γερμανία, καθώς τονώνουν την εμπιστοσύνη και ενισχύουν τις οικονομίες. «Φαίνεται πως ο αντίκτυπος της αβεβαιότητας στην οικονομική δραστηριότητα είναι μικρότερος από ό,τι νομίζαμε», επισημαίνει η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ. Καθοριστική έχει αποβεί η τάση που άρχισε να επιταχύνεται ραγδαία πριν από περίπου μια δεκαετία για αντιστροφή της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, καθώς επηρέασε πολλές επιχειρήσεις με διεθνή παρουσία να στραφούν περισσότερο στην τοπική παραγωγή ή στην παραγωγή γειτονικών χωρών και περιοχών ώστε να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τις κυριότερες αγορές των εξαγωγών τους. Πολλοί εκτιμούν ότι η απειλή των δασμών έχει δικαιώσει αυτήν τη στροφή και έχει υπογραμμίσει τη σημασία και τη χρησιμότητά της. Ενδεικτική περίπτωση η γερμανική βιομηχανία EBM Papst που παράγει ανεμιστήρες και έχει ετήσια έσοδα ύψους 2,5 δισ. ευρώ και σχεδιάζει την ανέγερση τρίτης μονάδας παραγωγής στις ΗΠΑ αλλά και πιθανώς επέκταση αυτής της μονάδας. Προβλέπει, έτσι, ότι τα επόμενα χρόνια η αύξηση των εσόδων της στις ΗΠΑ θα είναι διψήφια, κυρίως εξαιτίας της κατασκευής κέντρων δεδομένων για την τεχνητή νοημοσύνη.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Κλάοπις Γκίσντερφερ, ορισμένες εταιρείες από την πελατεία της στις ΗΠΑ της ζήτησαν να εγκαταστήσει μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της εντός της υπερδύναμης ώστε να υποκαταστήσει τους προμηθευτές από την Ασία, τα προϊόντα των οποίων θα υπόκεινται εφεξής σε μεγαλύτερους δασμούς. «Αυτό θα μας βοηθήσει να σημειώσουμε ανάπτυξη από 20% έως 30% στις ΗΠΑ», εκτιμά ο ίδιος. Στην Ευρώπη άλλωστε τους τελευταίους μήνες καταγράφεται βελτίωση στον μεταποιητικό κλάδο με προβλέψεις για αυξημένες καινούργιες παραγγελίες και νέες παραγγελίες για εξαγωγές και αύξηση της μελλοντικής παραγωγής. Στον κρίσιμο τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας η παραγωγή είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι ο κλάδος υπόκειται στους δασμούς 25% που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος και οι εξαγωγές στις ΗΠΑ έχουν μειωθεί. Σύμφωνα με τον Αντριαν Πρέτετζον, οικονομολόγο της Capital Economics, «αναμένεται πως η συγκέντρωση αποθεμάτων που έχει προηγηθεί και οι δασμοί θα έχουν κάποιον αντίκτυπο στις εξαγωγές της Ευρωζώνης, αλλά δεν είναι σαφές αν θα είναι πραγματικά τόσο δραματικός όσο είχαμε εκτιμήσει αρχικά».
Ακόμη και στην Κίνα, τον κύριο αποδέκτη των δασμών του Τραμπ, οι επιπτώσεις που έχουν προκαλέσει οι δασμοί τους τελευταίους μήνες δεν ήταν τόσο δραματικές όσο αναμενόταν. Τους πρώτους πέντε μήνες του έτους όταν οι δασμοί άρχισαν να επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες, οι εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ ήταν μειωμένες κατά περίπου 10% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Συνολικά όμως οι εξαγωγές της Κίνας το ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκαν κατά 6%.

