Εχοντας επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της, η Κίνα έχει κατορθώσει να διατηρήσει την οικονομία της όρθια και να αμυνθεί στους δασμούς που τη βρίσκουν σε μια δύσκολη συγκυρία, με τους ρυθμούς ανάπτυξης να έχουν επιβραδυνθεί σημαντικά σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια και τις αλλεπάλληλες κρίσεις να έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους. Εχει χρησιμοποιήσει κάθε μέσο στήριξης και έχει κατορθώσει να διατηρήσει ενεργά τα λιμάνια της και τις μονάδες παραγωγής, ενώ και η ανάπτυξη 5,2% που σημείωσε το β΄ τρίμηνο του έτους καταδεικνύει πως το αναπτυξιακό της μοντέλο των εξαγωγών αντέχει ακόμη στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ και οι εξαγωγές της παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.
Μετά τον ενθαρρυντικό αυτό ρυθμό ανάπτυξης, οι μεγάλες τράπεζες της Wall Street, Morgan Stanley, Goldman Sachs Group Inc και Barclays Plc, αναβαθμίζουν τις προβλέψεις τους για την κινεζική οικονομία, για την οποία εκτιμούν τώρα πως θα αναπτυχθεί κατά 5% στο σύνολο του 2025. Την ίδια στιγμή, οικονομολόγοι προειδοποιούν πως η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο εγγύς μέλλον καθώς θα μειωθούν οι εξαγωγές, ενώ υποχωρεί διαρκώς η καταναλωτική εμπιστοσύνη στη χώρα. Εκτιμούν μάλιστα πως ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί το β΄ εξάμηνο στο 4,5%.
Οπως αναφέρει σε σχετικό ρεπορτάζ το Reuters, οι αντοχές που έχει επιδείξει η κινεζική οικονομία έχουν βαρύ τίμημα για μεγάλη μερίδα των Κινέζων εργαζομένων. Πολλές κρατικές κινεζικές εταιρείες έχουν μειώσει, ίσως δραστικά, τους μισθούς των υπαλλήλων τους, π.χ. από 777 δολ. τον μήνα στα 585 δολ. Κάποιοι αναγκάζονται να αναλάβουν νυχτερινή εργασία μετά το τέλος της βάρδιάς τους και προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους παραδίδουν γεύματα κατ’ οίκον, κάτι που θεωρούν ουδόλως ευπρεπές για έναν υπάλληλο κρατικής εταιρείας. Για πολλούς η διέξοδος αυτή είναι μονόδρομος. Και στο μεταξύ, οι δυσκολίες για την οικονομία αυξάνονται. Ολο και περισσότερες εταιρείες καθυστερούν τις πληρωμές και ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και οι πρωταθλητές των εξαγωγών, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες ηλεκτρονικών, αλλά και οι εταιρείες κοινής ωφελείας και οι υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις.
Σε ό,τι αφορά την εγχώρια αγορά, η ζήτηση παραμένει αναιμική και εντείνει τον αποπληθωρισμό, με τα τελευταία στοιχεία να φέρουν τις τιμές παραγωγού να έχουν υποχωρήσει τον Ιούνιο κατά 3,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Το αποτέλεσμα είναι ένας θηριώδης ανταγωνισμός ανάμεσα στις βιομηχανίες, οι οποίες αγωνίζονται να διασφαλίσουν ένα μερίδιο από την εξωτερική ζήτηση καθώς έχουν πληγεί από τον εμπορικό πόλεμο και βλέπουν την κερδοφορία τους να μειώνεται ραγδαία. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την κατάσταση, το Πεκίνο κάλεσε την περασμένη εβδομάδα τις βιομηχανίες της χώρας να δώσουν τέλος στον πόλεμο τιμών. Και η κατάσταση τείνει να εξελιχθεί σε φαύλο κύκλο, καθώς η πτώση των κερδών, όπως και των μισθών, οδηγεί σε περιορισμένα φορολογικά έσοδα και ασκεί πιέσεις σε κρατικούς υπαλλήλους να μειώσουν το κόστος των κρατικών εταιρειών. Παράλληλα, υπάρχουν θύλακοι του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας που καταγράφουν σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι αρχές ασκούν πιέσεις στις τράπεζες να χορηγούν όλο και περισσότερες πιστώσεις ώστε να τονώσουν την κατανάλωση και την ανάπτυξη. Οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν για μια ακόμη φορά πως το αναπτυξιακό μοντέλο της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο είναι το προϊόν μιας πολιτικής που ευνοεί τις εξαγωγικές επιχειρήσεις εις βάρος των καταναλωτών και της εγχώριας κατανάλωσης.

