Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ και οι κινεζικές αρχές δείχνουν πως έχουν αποφασίσει πλέον να λάβουν ενεργώς μέτρα για να αντιμετωπίσουν τον αποπληθωρισμό που πλήττει την Κίνα επί 33 μήνες. Τις τελευταίες εβδομάδες προβαίνουν σε ανακοινώσεις στις οποίες θέτουν ανοιχτά θέμα πολέμου τιμών και ανταγωνισμού των επιχειρήσεων, που οδηγεί σε συνεχή υποχώρηση των τιμών αλλά και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, σχεδόν σε όλο το φάσμα τους, από τον χάλυβα και τα φωτοβολταϊκά μέχρι τα ηλεκτροκίνητα οχήματα.
Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας εξέφρασε την ανησυχία της για την υποχώρηση των τιμών και υπογράμμισε πως η κατάσταση αποτελεί καθοριστική απειλή για την κινεζική οικονομία.
Είναι σαφές πως ο στόχος είναι δύσκολος. Ο Κινέζος πρόεδρος θα πρέπει να βρει τρόπο να περιορίσει το πλεόνασμα παραγωγής των κινεζικών βιομηχανιών, και αν το επιτύχει, όχι μόνον θα έχει λύσει το πρόβλημα της κινεζικής οικονομίας, αλλά θα προκαλέσει ανακούφιση και σε άλλες οικονομίες που πλήττονται από την εισβολή φθηνών κινεζικών προϊόντων. Θα πρέπει, όμως, να το επιτύχει χωρίς να «παγώσει» την ανάπτυξη, που ήδη επιβραδύνεται, και χωρίς να χαθούν θέσεις εργασίας. Και όλα αυτά σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον, με τη διαπραγμάτευση με τον Τραμπ σε εκκρεμότητα και με αβέβαιη την έκβασή της. Οπως χαρακτηριστικά επισήμανε μέσα στην εβδομάδα η Γουέντι Λιου, στέλεχος της JPMorgan Chase, «αν τελεσφορήσουν οι προσπάθειες του Πεκίνου θα είναι προς όφελος του παγκόσμιου εμπορίου, γιατί θα χαλαρώσουν οι πιέσεις που προκαλεί η πλεονασματική παραγωγή, αλλά βραχυπρόθεσμα δεν θα ενισχυθεί ούτε το ΑΕΠ ούτε η απασχόληση». Οι πρώτες κινήσεις που έχουν καταγραφεί ήταν η συνάντηση στελεχών του υπουργείου Βιομηχανίας και Τεχνολογίας με τις εταιρείες φωτοβολταϊκών αλλά και η συσπείρωση περίπου 40 κατασκευαστικών που υπέγραψαν κοινή δέσμευση κατά της πλεονασματικής παραγωγής και του θηριώδους ανταγωνισμού. Επιπλέον, το Πεκίνο δημιούργησε πλατφόρμα που δίνει τη δυνατότητα καταγγελιών κατά όσων επιχειρήσεων υιοθετούν αθέμιτες πρακτικές.
Τα τελευταία στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσα στην εβδομάδα φέρουν τις τιμές παραγωγού να έχουν υποχωρήσει τον Ιούνιο κατά 3,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση τιμών από τον Ιούλιο του 2023 και είναι χειρότερη από τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις των οικονομολόγων. Δεν έχει ανακοινωθεί κάποιο σχέδιο της κινεζικής ηγεσίας, αλλά έχουν καλλιεργηθεί προσδοκίες πως θα υπάρξει σύντομα. Στη συνεδρίαση που είχε προ ημερών η επιτροπή οικονομικής πολιτικής του Πεκίνου, τα στελέχη της αναγνώρισαν ως αίτια του προβλήματος σειρά λαθών όπως τις προσπάθειες που κατέβαλαν τοπικές κυβερνήσεις για να προωθήσουν επενδύσεις, έως και το φορολογικό σύστημα της χώρας που ευνοεί την αύξηση της παραγωγής και όχι τόσο την αποτελεσματικότητα. Οπως τονίζει ο Ντάνκαν Ρίγκλεϊ, οικονομολόγος αρμόδιος για θέματα Κίνας στην Pantheon Macroeconomics, η ανακοίνωση δεν αναφέρεται ευθέως στον αποπληθωρισμό, που εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού για το Πεκίνο, αλλά «αποτελεί ισχυρότατο μήνυμα ότι οι κινεζικές αρχές σχεδιάζουν να τιθασεύσουν τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό των επιχειρήσεων και τους πολέμους τιμών σε κλάδους όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες».
Ακολούθησαν αντίστοιχες ανακοινώσεις από ενώσεις βιομηχανιών καθώς και από τα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που τάχθηκαν άμεσα κατά των πολέμων τιμών. Διέρρευσε μάλιστα πως ορισμένες εταιρείες σε τομείς όπως ο χάλυβας και οι βιομηχανίες γυαλιού σχεδιάζουν να μειώσουν την παραγωγή τους. Στον τομέα του χάλυβα το κόστος παραγωγής έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2017, ενώ οι τιμές του γυαλιού βρίσκονται στα χαμηλά εννέα ετών. Στο γενικότερο κλίμα ήταν και σχετική ανακοίνωση της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας που εξέφρασε την ανησυχία της για την υποχώρηση των τιμών και υπογράμμισε πως η κατάσταση αποτελεί καθοριστική απειλή για την κινεζική οικονομία για πρώτη φορά εδώ και μερικά χρόνια. Η κεντρική τράπεζα έχει από τον Μάιο δώσει στη δημοσιότητα ανάλυσή της για τις πτωτικές πιέσεις στις τιμές και μεταξύ άλλων υπογραμμίζει ότι είναι περιορισμένες οι δυνατότητες της νομισματικής πολιτικής όταν πρέπει να αντιμετωπισθούν τέτοιου είδους προβλήματα ενός αναπτυξιακού μοντέλου που βασίζεται στις επενδύσεις και στην πυρετώδη παραγωγή.

