Μια απρόσμενη μάχη εκτυλίσσεται το τελευταίο διάστημα στις πλαγιές του ειδυλλιακού Λιχτενστάιν, όχι ενάντια στις… χιονοθύελλες, αλλά ενάντια σε έναν αόρατο και απειλητικό εχθρό: τις εταιρείες-ζόμπι. Οι νομικά αναγνωρισμένες, αλλά λειτουργικά «παγωμένες» αυτές οντότητες πολλαπλασιάζονται, απειλώντας τον άλλοτε ακλόνητο φορολογικό παράδεισο του πριγκιπάτου. Για χρόνια, το Λιχτενστάιν, με τους αυστηρούς νόμους τραπεζικού απορρήτου και το ελκυστικό φορολογικό του πλαίσιο, προσείλκυε εύπορους επενδυτές απ’ όλο τον κόσμο. Τα καταπιστεύματα (trusts) αποτελούσαν το επίκεντρο αυτού του συστήματος, προσφέροντας έναν πέπλο μυστικότητας γύρω από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες αμύθητων περιουσιών. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ωστόσο το 2022 και οι επακόλουθες κυρώσεις της Δύσης έφεραν στο φως μία σκοτεινή πτυχή και πολλές από αυτές τις εταιρείες, που λειτουργούσαν ως «βιτρίνες» για τη διαχείριση τεράστιων ρωσικών κεφαλαίων, βρέθηκαν ξαφνικά στο μικροσκόπιο. Με τους πραγματικούς δικαιούχους τους να περιλαμβάνονται πλέον σε μαύρες λίστες, οι εταιρείες αυτές μετατράπηκαν σε «ζόμπι»: νομικές οντότητες που υφίστανται τυπικά, αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Τα περιουσιακά τους στοιχεία είναι δεσμευμένα, οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί «παγωμένοι» και οι δραστηριότητές τους νεκρές.
Ενώ το πριγκιπάτο υιοθέτησε τις κυρώσεις της Ε.Ε., οι ΗΠΑ προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα, επιβάλλοντας τις δικές τους κυρώσεις σε οντότητες και άτομα με έδρα το Λιχτενστάιν λόγω των ρωσικών διασυνδέσεών τους. Προειδοποίησαν μάλιστα για πιθανές δευτερεύουσες κυρώσεις σε ξένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που συνεργάζονται με Ρώσους πελάτες. Η εν λόγω απειλή οδήγησε την αρχή χρηματοπιστωτικής αγοράς (FMA) του Λιχτενστάιν να υιοθετήσει στάση μηδενικής ανοχής, προτρέποντας τους διαχειριστές κεφαλαίων να τερματίσουν τις σχέσεις με εκτεθειμένους πελάτες. Η σύσταση αυτή προκάλεσε μαζικές παραιτήσεις διευθυντών και μελών διοικητικών συμβουλίων, με αποτέλεσμα εκατοντάδες trusts και ιδρύματα να βρεθούν χωρίς εκπροσώπηση, σε μια κατάσταση «νομικής παράλυσης». «Μιλάμε για καταπιστεύματα-ζόμπι, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και δεν υπάρχει ακόμη λύση. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο», δήλωσε ένας δικηγόρος με έδρα την πρωτεύουσα Βαντούζ που έχει πελάτες οι οποίοι επηρεάστηκαν. Τραπεζίτες και νομικοί προειδοποιούν ότι η κρίση κινδυνεύει να εξαπλωθεί στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων τραπεζών, εάν η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίσει άμεσα το πρόβλημα.
Πολλές από αυτές τις εταιρείες λειτουργούσαν ως «βιτρίνες» για τη διαχείριση τεράστιων ρωσικών κεφαλαίων.
Οι εκτιμήσεις, σύμφωνα με τους Financial Times, κάνουν λόγο ακόμη και για 800 «ορφανές» οντότητες, με περιουσιακά στοιχεία που κυμαίνονται από 5 εκατομμύρια έως δισεκατομμύρια δολάρια, σε μετρητά αλλά και πολυτελείς ιδιοκτησίες, γιοτ και ιδιωτικά αεροπλάνα. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των περιουσιακών στοιχείων ανήκει σε Ρώσους που δεν έχουν βρεθεί ατομικά σε «μαύρη λίστα», αλλά η απομακρυσμένη σύνδεσή τους με τη Ρωσία έχει πυροδοτήσει συναγερμό. Το Λιχτενστάιν βρίσκεται πλέον υπό διπλό ασφυκτικό κλοιό. Από τη μία, υπάρχει ο κίνδυνος περαιτέρω αμερικανικών κυρώσεων και η διεθνής πίεση για διαφάνεια. «Οι ενέργειες των ΗΠΑ ήταν απρόσμενες και αυτό προκάλεσε πανικό. Ακόμη και οι Αρχές δεν γνωρίζουν τι μπορεί να συμβεί αύριο, πόσο μάλλον σε έναν ή δύο μήνες», σημειώνει ο δικηγόρος Χέλμουτ Σβάρτσλερ. Από την άλλη, αναδύεται ένας νέος, εξίσου ισχυρός κίνδυνος: η πίεση από τη Ρωσία. Ο Γιοχάνες Γκάσερ, συνεργάτης σε μία από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρείες του Λιχτενστάιν, προειδοποιεί: «Υπάρχει κίνδυνος από τις ΗΠΑ, αλλά τώρα υπάρχει και από τη Ρωσία. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει νέες πιέσεις από την άλλη πλευρά που είναι εξίσου ισχυρή.
Η κυβέρνηση του Λιχτενστάιν έχει συστήσει ειδική ομάδα εργασίας για την αντιμετώπιση των «ορφανών» νομικών οντοτήτων, με το υπουργείο Δικαιοσύνης να επιβεβαιώνει την υψηλή προτεραιότητα που δίνει στην εξεύρεση λύσεων, όπως ο διορισμός νέων εκκαθαριστών ή διοικητικών συμβουλίων. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ από την πλευρά του έχει δηλώσει ότι συνεργάζεται με τις Αρχές του πριγκιπάτου σε θέματα παράνομης χρηματοδότησης. Το πριγκιπάτο καλείται τώρα να επιλέξει: είτε να προσαρμοστεί στις νέες παγκόσμιες απαιτήσεις για διαφάνεια και καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, ακόμη και αν αυτό σημαίνει τον αναπροσδιορισμό του ρόλου του ως χρηματοπιστωτικού κέντρου, ή να διακινδυνεύσει την υπονόμευση του κύρους και της οικονομικής του σταθερότητας. Το μέλλον του θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να μεταμορφωθεί. Θα μπορέσει να αφήσει πίσω του την εποχή της απόλυτης μυστικότητας και να αναδυθεί ως ένα σύγχρονο, διαφανές χρηματοπιστωτικό κέντρο, ή θα βυθιστεί περαιτέρω στα «ζόμπι trusts», χάνοντας ένα μεγάλο μέρος της φήμης του; Η απάντηση θα καθορίσει όχι μόνο την οικονομική του πορεία, αλλά και τη θέση του στη διεθνή σκηνή.

