Την τελευταία δεκαετία το πλουσιότερο 1% του πλανήτη αύξησε την περιουσία του κατά τουλάχιστον 33,9 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με νέα ανάλυση της Oxfam. Ο διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός σημειώνει ότι το ποσό αυτό υπερκαλύπτει 22 φορές τις ανάγκες για εξάλειψη της παγκόσμιας φτώχειας.
Οι δισεκατομμυριούχοι από μόνοι τους, μία ομάδα περίπου 3.000 ανθρώπων στον κόσμο, αύξησαν την περιουσία τους κατά 6,5 τρισ. δολάρια από το 2015. «Αυτή η τεράστια συγκέντρωση πλούτου έχει μεταφραστεί σε πολιτική ισχύ, σε μια τάση προς την ολιγαρχία, όπου οι βαθύπλουτοι μπορούν να διαμορφώνουν τις πολιτικές και τις οικονομικές αποφάσεις ώστε να αυξήσουν τον πλούτο τους», τονίζει η Oxfam.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι ανησυχίες για τις ανισότητες. Στις αρχές του 2024 η Oxfam προειδοποίησε ότι αν συνεχιστούν αυτές οι τάσεις, τότε ο κόσμος θα αποκτήσει τον πρώτο τρισεκατομμυριούχο εντός μίας δεκαετίας. Μάλιστα, αυτή την εβδομάδα έγιναν διαμαρτυρίες στη Βενετία ενόψει του γάμου του ιδρυτή της Amazon Τζεφ Μπέζος με τη Λόρεν Σάντσεζ. «Αν μπορείς να ενοικιάσεις τη Βενετία για τον γάμο σου, μπορείς να πληρώσεις υψηλότερο φόρο», έγραφε χαρακτηριστικά ένα από τα πλακάτ των διαδηλωτών.
Η Oxfam στην έκθεσή της εξετάζει πόσο έχουν επηρεάσει την ανάπτυξη οι ιδιωτικές επενδύσεις και απορρίπτει την πρόταση ορισμένων ακαδημαϊκών για μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως η παιδεία και η υγεία.
Ο διεθνής οργανισμός αναδεικνύει την πρόταση για ελάχιστο φόρο 2% στα περιουσιακά στοιχεία των δισεκατομμυριούχων.
Απεναντίας προωθεί μία προσέγγιση που θα δίνει προτεραιότητα στον δημόσιο τομέα, με πρώτη δράση τη φορολόγηση των πλουσιοτέρων, οι οποίοι σύμφωνα με την έκθεση «έχουν μετατραπεί από φορολογούμενα μέρη σε πιστωτές και μέτοχοι που έχουν απομονωθεί από τα δημοκρατικά αιτήματα».
Στην έκθεση η Oxfam αναδεικνύει την πρόταση του οικονομολόγου Γκάμπριελ Ζούκμαν, που παρουσιάστηκε με πρωτοβουλία της Ισπανίας, της Βραζιλίας, της Γερμανίας και της Νότιας Αφρικής στη σύνοδο G20 το 2024 για ελάχιστο φόρο 2% στα περιουσιακά στοιχεία των δισεκατομμυριούχων του κόσμου. Τα ετήσια έσοδα από ένα τέτοιο μέτρο αποτιμώνται μεταξύ 200 και 250 δισ. δολαρίων.
Οι τέσσερις χώρες ζήτησαν στήριξη της καμπάνιας, υποστηρίζοντας ότι ένας τέτοιος φόρος θα βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις για τη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας και τις προσπάθειες για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου εταιρικού φόρου 15% στις πολυεθνικές. Οι αρμόδιοι υπουργοί των τεσσάρων χωρών είπαν ότι απαιτούνται επίσης μέτρα για αποθάρρυνση της χρήσης φορολογικών παραδείσων.
Πάντως, ο Ερικ Ζολτ, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και ειδικός στη φορολογία, είπε στην Washington Post ότι «παρά την προφανή γοητεία της χρήσης φόρων πλούτου για μείωση της ανισότητας, τα τελευταία 20 χρόνια η τάση είναι εναντίον της εφαρμογής τους». «Τα έσοδα είναι εξαιρετικά χαμηλά για όλους τους τύπους της φορολογίας πλούτου», τόνισε, προσθέτοντας ότι οι ΗΠΑ, όπου διαμένει μεγάλο ποσοστό των δισεκατομμυριούχων του κόσμου, δύσκολα θα δέχονταν ένα τέτοιο μέτρο.
«Για εμένα, η ερώτηση-κλειδί δεν είναι αν οι χώρες θα πρέπει να φορολογήσουν τον πλούτο για να μειώσουν τις κοινωνικές και τις οικονομικές ανισότητες, αλλά αν οι χώρες από μόνες τους ή σε συνεργασία μπορούν να φορολογήσουν τον πλούτο αποδοτικά», επισήμανε. Για σχεδόν όλες τις χώρες «οι πιθανότητες επιτυχίας είναι χαμηλές».
