Τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ θα συγχαρούν τους εαυτούς τους αυτή την εβδομάδα, καθώς συμφώνησαν να αυξήσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους από το τρέχον 2% στο 3,5% του ΑΕΠ τους έως το 2032. Θα προσθέσουν περίπου 1,5% των σχετικών δαπανών –όπως υποδομές, πολιτική άμυνα ή κυβερνοασφάλεια– για να καταλήξουν στο 5% που ζήτησε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ως προϋπόθεση προκειμένου να διατηρήσει τη χώρα του δεσμευμένη στην Ευρώπη. Μπορεί ακόμη και να βρουν λύση για να ικανοποιήσουν την απροθυμία της Ισπανίας να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνά της.
Το πραγματικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι η στάση αναμονής που έχουν υιοθετήσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσον αφορά τις πραγματικές στρατιωτικές δαπάνες Ακόμη και μια επίσημη και κοινή δέσμευση στη συνάντηση του ΝΑΤΟ δεν θα αλλάξει την πραγματικότητα. Με τον τρέχοντα ρυθμό θα χρειαστούν αρκετές δεκαετίες για να είναι η Ευρώπη έτοιμη για πόλεμο, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Κιέλου για την παγκόσμια οικονομία. Οι υπουργοί Aμυνας του οργανισμού το 2006 συμφώνησαν να αυξήσουν τους εθνικούς αμυντικούς προϋπολογισμούς τους στο 2% του ΑΕΠ, και τους πήρε 19 χρόνια για να το πετύχουν.
Μπορεί να μη χρειαστεί τόσος χρόνος για να επιτευχθεί ο νέος στόχος, καθώς οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν τώρα μια σοβαρή ρωσική απειλή και πρέπει να προετοιμαστούν για το υπαρκτό σενάριο μιας αμερικανικής αποχώρησης από την ήπειρό τους. Αλλά προς το παρόν οι προϋπολογισμοί έχουν αυξηθεί μόνο σταδιακά, και οι μεγάλοι εργολάβοι άμυνας εξακολουθούν να περιμένουν παραγγελίες πριν μπορέσουν να δεσμευθούν για μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ (εκτός της Τουρκίας) δαπάνησαν περισσότερα από 450 δισ. ευρώ για την άμυνά τους το 2024. Αυτό ήταν ένα σημαντικό άλμα 21% σε σχέση με αυτό που διέθεσαν το 2023, όταν οι στρατιωτικές δαπάνες τους είχαν ήδη αυξηθεί κατά 18% σε σχέση με το 2022, το έτος που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Ωστόσο, ακόμη και αν όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι ο στόχος του 3,5% είναι ο σωστός, λόγω του νέου γεωπολιτικού πλαισίου, οι κυβερνήσεις σε όλη την περιοχή φαίνεται να έχουν κυριευθεί από μια γενική κόπωση.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία, στις δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής, το δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ επιβάλλει έναν έλεγχο της πραγματικότητας: εάν η άμυνα αποτελεί προτεραιότητα, οι φόροι θα πρέπει να αυξηθούν ή άλλες δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν. Ο Μίκαελ Γιόχανσον, διευθύνων σύμβουλος του σουηδικού ομίλου άμυνας Saab αξίας 27 δισ. δολαρίων και επικεφαλής του λόμπι της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, προειδοποίησε ότι οι εταιρείες περιμένουν τώρα μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις από τις κυβερνήσεις.
Μόνο τότε θα είναι σε θέση να προχωρήσουν στις μαζικές επενδύσεις που απαιτούνται. Ενώ οι δημόσιες δαπάνες υστερούν παρά τις υποσχέσεις, τα ιδιωτικά κεφάλαια γίνονται πιο φιλικά προς μια αμυντική βιομηχανία που για καιρό απέφευγαν οι μεγάλοι επενδυτές. Ο στρατιωτικός τομέας θεωρείτο εδώ και καιρό ότι δεν πληρούσε βασικά περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβερνητικά κριτήρια. Αυτό αλλάζει. Οντότητες του δημόσιου τομέα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, έχουν πλέον χαλαρώσει τους κανόνες τους. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη Νορβηγία σκέφτονται επίσης να χαλαρώσουν τα επενδυτικά κριτήρια του κρατικού επενδυτικού ταμείου ύψους 1,8 τρισ. δολαρίων της χώρας.
Και οι ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις στον τομέα της άμυνας δεν δυσκολεύονται να βρουν χρηματοδότηση. Προς το παρόν, όμως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ακούγονται σαν χορωδία στρατιωτών που φωνάζει «ας παρελάσουμε» σε μια σκηνή όπερας χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Θα έπρεπε να σταματήσουν το τραγούδι και να ξεκινήσουν την παρέλαση.

