Από τη δεκαετία του 1980, πάνω από 800 εκατομμύρια Κινέζοι βγήκαν από τη φτώχεια. Η μεσαία τάξη της χώρας ξεκίνησε σχεδόν από το μηδέν και πλέον αποτελείται από περίπου 400 εκατομμύρια άτομα. Ανθρωποι μετακόμισαν από τα χωριά στις πόλεις και δεκάδες εκατομμύρια Κινέζοι έγιναν οι πρώτοι στις οικογένειές τους που πήγαν στο πανεπιστήμιο.
Σήμερα όμως, με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου να επιβραδύνεται, οι μισθοί βαλτώνουν και οι θέσεις εργασίας εξαφανίζονται. Η υπόσχεση της κοινωνικής ανέλιξης μοιάζει όλο και πιο μακρινή, ειδικά για όσους έχουν ταπεινή καταγωγή. Για πολλούς, το «κινεζικό όνειρο» φαίνεται πια ανέφικτο.
Ενας από αυτούς είναι ο Μπόρις Γκάο. Αφότου οι γονείς του απολύθηκαν από τις δουλειές τους σε κρατικά εργοστάσια, ο πατέρας του άρχισε να οδηγεί ταξί και η μητέρα του έμεινε στο σπίτι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η οικογένεια τα έβαζε πέρα δύσκολα, αλλά ο Γκάο ήταν αποφασισμένος να πετύχει. Οταν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο, το 2016, δούλεψε σκληρά, μάζεψε χρήματα και έκανε ένα μεταπτυχιακό στο Χονγκ Κονγκ. Από το 2024, όμως, δυσκολεύεται να βρει δουλειά. Μια εταιρεία του ζήτησε να δουλέψει χωρίς αμοιβή για μία δοκιμαστική περίοδο. Σε μια άλλη δουλειά, παραιτήθηκε αφότου δεν τον πλήρωσαν για δύο μήνες. Και μια άλλη εταιρεία τον απέρριψε γιατί σπούδασε έξω από την ηπειρωτική Κίνα, κάτι που –όπως του είπαν–- τον καθιστά πολιτικά αναξιόπιστο.
Σε μια συνέντευξη για δουλειά, τον ρώτησαν τι δουλειά κάνουν οι γονείς του, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο στην Κίνα. «Η οικογένειά σου είναι χαμηλού κοινωνικού επιπέδου», του είπαν. Και δεν πήρε τη δουλειά.
«Για αυτούς η επιμονή είναι ελάττωμα», τονίζει ο Γκάο στους New York Times. «Αν πρέπει να παλέψεις, σημαίνει ότι δεν είσαι αρκετά καλός».
Τα παιδιά των προνομιούχων οικογενειών δεν κληρονομούν μόνο πλούτο, αλλά και ισχυρές διασυνδέσεις για θέσεις εργασίας με κύρος.
Η αίσθηση της ανισότητας εντείνεται στην Κίνα. Τα παιδιά των προνομιούχων οικογενειών δεν κληρονομούν μόνο πλούτο, αλλά και ισχυρές διασυνδέσεις, θέσεις εργασίας με κύρος. Τα παιδιά όμως των εργατών ή των αγροτών, όσο αποφασισμένα ή μορφωμένα και εάν είναι, συχνά πασχίζουν να πετύχουν.
Στα κινεζικά social media, η απογοήτευση και η οργή απέναντι στον νεποτισμό ξεχειλίζουν. Πολλοί χρησιμοποιούν τη λέξη «Pindie», που σημαίνει «διαγωνίζομαι μέσω του πατέρα μου».
«Σε μια εποχή που ο ανταγωνισμός για ποιοτική εκπαίδευση είναι σκληρός και η εύρεση εργασίας μετά την αποφοίτηση είναι δύσκολη, η δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ηθική επιταγή», έγραψε ο Χου Χιζίν, συνταξιούχος αρχισυντάκτης της εφημερίδας Global Times. «Είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας». Ενα μονοπάτι για την κοινωνική ανέλιξη στην Κίνα περνάει μέσα από τις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσφέρουν σταθερές θέσεις εργασίας, με κύρος. Αλλά για να εξασφαλίσει κανείς μια τέτοια θέση, χρειάζεται διασυνδέσεις. Σήμερα, πολλοί νεαροί Κινέζοι, που ξεκίνησαν από χαμηλά αλλά βρέθηκαν με καλές δουλειές και απολαβές λόγω της οικονομικής άνθησης, βλέπουν την άλλη όψη του νομίσματος, εξαιτίας της μεγάλης κρίσης του real estate.
Ο Ζάο άφησε το λύκειο για να δουλέψει σε ανθρακωρυχείο, αλλά έπειτα από τρία χρόνια σκληρής δουλειάς στο σκοτάδι και το κρύο, μετακόμισε στο Πεκίνο, όπου άρχισε να δουλεύει στο real estate. Το 2014 έπαιρνε 700 δολάρια τον μήνα, όσα και στο ορυχείο, όμως μπορούσε να βλέπει τον ήλιο και να ζει μια κανονική ζωή. Το 2017 έγινε μεσίτης στεγαστικών δανείων και ο μισθός του πολλαπλασιάστηκε, με αποτέλεσμα να φτάσει το 2020 να βγάζει ακόμα και 15.000 δολάρια τον μήνα. Παντρεύτηκε και αγόρασε αυτοκίνητο, όμως, μετά, η αγορά ακινήτων κατέρρευσε. Τον τελευταίο χρόνο δεν είχε καθόλου εισοδήματα. Σκέφτεται να επιστρέψει στα ορυχεία, αλλά δεν θέλει να ζήσει ξανά στο σκοτάδι. Τώρα, στα 38 του, ζει με τα 500 δολάρια τον μήνα που κερδίζει η σύζυγός του. Για παιδιά, ούτε λόγος.
«Είμαι κολλημένος σε μια αβεβαιότητα», δηλώνει στους New York Times. «Η καλύτερη ζωή είναι απρόσιτη και δεν μπορώ να πέσω αρκετά χαμηλά για να ξεκινήσω από την αρχή. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω».

