Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι έχουν επιστρέψει στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντoς, έπειτα από την πρόσφατη όξυνση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιράν συνεχίζονται, ενώ πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Τραμπ έχουν δημιουργήσει σύγχυση σχετικά με το ενδεχόμενο εμπλοκής των ΗΠΑ στη σύρραξη. Αν και είναι νωρίς να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την εξέλιξη της κρίσης, οι αγορές προς το παρόν φαίνεται να αποτιμούν έναν σχετικά περιορισμένο κίνδυνο για τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου. Επειτα από προσωρινή άνοδο λίγο πάνω από τα 79 δολ. ανά βαρέλι την Πέμπτη –το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο–, η τιμή του αργού πετρελαίου μπρεντ κυμαινόταν γύρω στα 77 δολ. νωρίς την Παρασκευή, παραμένοντας κάτω από το κρίσιμο τεχνικά επίπεδο των 80 δολ. Παρ’ όλα αυτά, η τιμή έχει αυξηθεί κατά 11% από τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, όταν ξεκίνησαν οι επιθέσεις, και 20,5% από τις αρχές Ιουνίου.
Μέσα στο εύθραυστο αυτό γεωπολιτικό πλαίσιο, παραμένει ισχυρή και η αβεβαιότητα ως προς το μέγεθος της αναμενόμενης αύξησης των δασμών από τις ΗΠΑ, ζήτημα με σημαντικές δημοσιονομικές προεκτάσεις, καθώς τα αντίστοιχα έσοδα προβλέπεται να χρηματοδοτήσουν τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής που επιδιώκει να εφαρμόσει η κυβέρνηση Τραμπ. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους ενόψει της 9ης Ιουλίου –ημερομηνία λήξης της περιόδου αναστολής των «αντισταθμιστικών δασμών»– προχωρούν με αργούς ρυθμούς. Μέχρι στιγμής η μόνη συμφωνία που έχει επιτευχθεί είναι μία κατ’ αρχάς συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος προειδοποίησε εκ νέου πως η κυβέρνησή του ενδέχεται, εντός των επόμενων ημερών, να προχωρήσει μονομερώς στον καθορισμό των νέων δασμών.
Η αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και τις επιπτώσεις της κρίσης στη Μέση Ανατολή, το πώς και πότε θα επηρεάσουν την παγκόσμια ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, αναδεικνύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κεντρικές τράπεζες. Χαρακτηριστικά, στη συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (17-18 Ιουνίου), παρότι διατηρήθηκε η μέση πρόβλεψη για δύο μειώσεις επιτοκίων 25 μ.β. εκάστη, έως το τέλος του 2025, η κατανομή των προβλέψεων ανέδειξε σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των μελών ως προς το αν και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να μειωθούν τα επιτόκια, αντανακλώντας τη γενικότερη αβεβαιότητα που επικρατεί σχετικά με την πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού.
*EUROBANK RESEARCH

