Εντυπη έκδοση. Στην αρχή του έτους, δεν ξέραμε πώς θα διαμορφωθεί η πολιτική του Τραμπ. Ακόμη δεν ξέρουμε. Ούτε ξέραμε πώς θα αντιδράσουν οι αγορές. Και ακόμη δεν ξέρουμε. Πρώτα οι αγορές ανέκαμψαν, μετά την επιβολή δασμών και την «ημέρα απελευθέρωσης», σημειώθηκε ιστορικό sell off . Στη συνέχεια, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ απέσυρε τους δασμούς, οι μετοχές ανέκαμψαν. Η ανησυχία τώρα μετατοπίζεται στη μεγαλύτερη αγορά από όλες, την αγορά ομολόγων των ΗΠΑ ύψους 29 τρισ. δολαρίων. Η αγορά ομολόγων είναι το σημείο όπου η μακροοικονομία και η πολιτική συναντώνται, στην πιο αγνή μορφή τους, και όταν η ισορροπία διαταράσσεται, αποτελεί πραγματική αιτία ανησυχίας. Σε αντίθεση με τις μετοχές, η αγορά ομολόγων διαπραγματεύεται ένα περιουσιακό στοιχείο: το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Στο μοντέλο που έχουν οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς στο μυαλό τους, από την πλευρά της μακροοικονομίας, υπάρχει ο πληθωρισμός, όπου ένα υψηλό επιτόκιο καθιστά τα ομόλογα λιγότερο πολύτιμα. Από την πλευρά της πολιτικής, υπάρχει η ικανότητα του Κογκρέσου (ή η έλλειψή της) να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό. Ανάμεσα στη μακρο-οικονομία και στην πολιτική βρίσκεται η Fed, με την εξουσία της να καθορίζει τα επιτόκια και, σε ακραίες περιπτώσεις, να αγοράζει μαζικά ομόλογα. Δεδομένης της απόλυτης εξουσίας της Fed, δεν έχει νόημα να ανησυχούμε. Οι λογαριασμοί θα πληρώνονται πάντα. Αλλά αν η Fed τυπώνει χρήματα για να το κάνει αυτό, η αξία του νομίσματος και επομένως η αξία του ανεξόφλητου χρέους των 29 τρισ. δολαρίων θα μπορούσε να αλλάξει δραστικά. Και αυτός είναι ο λόγος για τη νευρικότητα στην αγορά ομολόγων.
Οι ΗΠΑ είναι μια πλούσια οικονομία, με καλή πιστοληπτική αξιολόγηση. Μπορεί να αντέξει μεγάλα χρέη. Και υπάρχουν πολλά πράγματα που θα άξιζαν μεγαλύτερο δανεισμό, όπως οι πράσινες επενδύσεις ή μια τεράστια ώθηση στη φροντίδα των παιδιών. Τα ελλείμματα όμως δεν καθοδηγούνται από μια γενική άποψη για τις μελλοντικές επενδύσεις αλλά από την απροθυμία των πλουσιότερων Αμερικανών να χρηματοδοτήσουν τον κάθε άλλο παρά γενναιόδωρο δημόσιο τομέα της Αμερικής. Αυτό που κάνει τη χώρα μοναδική είναι ότι ακόμη και την ώρα που η οικονομία βυθίζεται και οι πλουσιότεροι ευημερούν, ένα κόμμα που αυτοαποκαλείται συντηρητικό συνωμοτεί ενεργά για να κόψει τους τένοντες του δημοσιονομικού κράτους. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό. Και οι αγορές αφυπνίζονται. Δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία. Μπορούν οι ΗΠΑ να βρουν αγοραστές για νέα ομόλογα που εκδίδονται με ρυθμό περίπου 2 τρισ. δολαρίων ετησίως; Πιθανώς. Θα σημαίνει αυτό ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν πάνω από το 5% για πρώτη φορά μετά από χρόνια; Πιθανώς. Θα είναι αυτό καλό για τις επενδύσεις; Οχι. Θα θέλουν ακόμη οι ξένοι αγοραστές το χρέος των ΗΠΑ; Ισως. Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν φαίνεται ελκυστικό για τους επενδυτές ή για την οικονομία γενικότερα. Προσθέτουν στην αβεβαιότητα, η οποία μειώνει τις επενδύσεις.
Για να αποκατασταθεί η κανονικότητα, πολλοί αντίπαλοι του Τραμπ ελπίζουν κρυφά ότι η αγορά ομολόγων θα κάνει το χειρότερο δυνατό. Αλλά είναι υγιές για τους αυτοαποκαλούμενους υπερασπιστές της δημοκρατίας να επευφημούν τους τιμωρούς των ομολόγων; Σίγουρα όχι. Η αδυναμία της αμερικανικής πολιτικής τάξης να αναπτύξει αποφασιστικές πλειοψηφίες για μια συνεκτική και στρατηγική δημοσιονομική πολιτική διαβρώνει όχι μόνο τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις αλλά και τη δημοκρατική νομιμότητα. Αυτό που ορίζει μια πολιτισμένη συλλογικότητα είναι η ικανότητά της, μέσω δημοκρατικών μέσων, να αποφασίζει ποιος πληρώνει για τι.
* Ο κ. Ανταμ Τόουζ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του βιβλίου «Shutdown: How Covid Shook the World’s Economy».

