Στις 12 Νοεμβρίου 2002 το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) διοργάνωσε μια διάσκεψη για τις οικονομικές επιπτώσεις μιας επίθεσης στο Ιράκ. Συμμετείχαν στρατιωτικοί και πολιτικοί εμπειρογνώμονες, αναλυτές της αγοράς πετρελαίου, μακροοικονομολόγοι και ειδικοί των χρηματοοικονομικών αγορών οι οποίοι πρώτα επεξεργάσθηκαν μια σειρά πολεμικά σενάρια, κατόπιν συνεργάσθηκαν επί δύο μήνες και τελικά παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους σε μια ανάλυση των οικονομικών συνεπειών μιας επίθεσης στο Ιράκ.
Ο Αντονι Κόρντσμαν παρουσίασε τρία πολεμικά σενάρια που χρησίμευσαν ως βάση για την οικονομική ανάλυση. Οι αναλυτές πετρελαίου επεξεργάσθηκαν προβλέψεις για την εξέλιξη των τιμών του πετρελαίου σε καθένα από τα πολεμικά σενάρια, εκκινώντας από μια συμφωνημένη πρόβλεψη για την πορεία των τιμών σε περίπτωση μη πολέμου. Οι μακροοικονομολόγοι χρησιμοποίησαν τις προβλέψεις για τις τιμές του πετρελαίου και υποθέσεις για τις αυξημένες δημόσιες δαπάνες σε περίπτωση πολέμου ως εισροές στα μακρο-μοντέλα τους. Μακροοικονομικοί σύμβουλοι τα χρησιμοποίησαν για να προσομοιώσουν την επίπτωση των πολεμικών σεναρίων στην αμερικανική οικονομία, ενώ το Ινστιτούτο Οικονομικών Προβλέψεων της Οξφόρδης (Oxford Economic Forecasting) επεξεργάσθηκε αντίστοιχα αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία.
Η εμπειρία των μεγάλων πετρελαϊκών κλονισμών της δεκαετίας του 1970 μέχρι και τον Πόλεμο του Κόλπου δείχνει ότι οι κλονισμοί αυτοί είχαν ισχυρές ψυχολογικές επιπτώσεις που διόγκωσαν σημαντικά τις άμεσες επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου στην οικονομία. Γι’ αυτό ζητήθηκε η γνώμη μιας ομάδας ειδικών των χρηματοοικονομικών αγορών ως προς τις επιπτώσεις του πολέμου στα τρία σενάρια πάνω σε βασικές μεταβλητές των αγορών και στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Τα σενάρια
Ο Κόρντσμαν παρουσίασε τρία πολεμικά σενάρια:
Το ήπιο, που προβλέπει διάρκεια επιχειρήσεων τέσσερις έως έξι εβδομάδες και στο οποίο έδωσε πιθανότητες 40-60%. Σύμφωνα με αυτό το ιρακινό καθεστώς θα καταρρεύσει, οι ένοπλες συγκρούσεις σε αστικές περιοχές θα είναι περιορισμένες, όπως και οι θάνατοι αμάχων και οι παράπλευρες ζημίες, δεν θα χρησιμοποιθούν όπλα μαζικής καταστροφής, η παραγωγή πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ δεν θα μειωθεί, δεν θα υπάρξουν μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις στις σύμμαχες χώρες ούτε θα γίνουν σοβαρές τρομοκρατικές ενέργειες, το πετρελαιοπαραγωγικό δυναμικό δεν θα υποστεί σημαντικές ζημίες.
Σύμφωνα με ένα ενδιάμεσο σενάριο -διάρκεια επιχειρήσεων έξι έως δώδεκα εβδομάδες, πιθανότητες 30-40%- το ιρακινό καθεστώς θα προβάλει απρόσμενη στρατιωτική αντίσταση, θα σημειωθούν εντάσεις και συγκρούσεις μετά το τέλος των μαχών, μέτριας έκτασης θάνατοι αμάχων αλλά σοβαρές παράπλευρες ζημίες, με αρνητική παρουσίαση στον Τύπο. Το Ιράκ θα επιτεθεί στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της περιοχής προκαλώντας περιορισμένες ζημίες και θα χρησιμοποιήσει περιορισμένα και μάλλον αναποτελεσματικά όπλα μαζικής καταστροφής κατά των αμερικανικών στρατευμάτων και του Ισραήλ. Θα σημειωθεί περιορισμένη επέμβαση του Ισραήλ, αυξημένη πολιτική ένταση στην περιοχή, παθητική συνεργασία της Σαουδικής Αραβίας, αργή αύξηση της παραγωγής πετρελαίου.
Το χείριστο σενάριο -διάρκεια τρεις έως έξι μήνες, πιθανότητες 5-10%- προβλέπει παρατεταμένη στρατιωτική αντίσταση του Ιράκ, έντονες μάχες στις πόλεις, σημαντικές απώλειες και παράπλευρες ζημίες, μεγάλες απώλειες Αμερικανών και Βρετανών, πολιτικά προβλήματα με τα αντιπολεμικά κινήματα. Οι ΗΠΑ χάνουν τη στήριξη των Ηνωμένων Εθνών, η Βρετανία, η Τουρκία ή κάποια συμμαχική χώρα στον Κόλπο αποσύρεται ως σύμμαχος. Το Ιράκ επιτίθεται σε αραβικές ή τουρκικές βάσεις ή πόλεις, πλήττει τα αμερικανικά στρατεύματα και το Ισραήλ με όπλα μαζικής καταστροφής προκαλώντας μαζική αντίδραση ή μεγάλο αριθμό θανάτων, το Ισραήλ επεμβαίνει, σημειώνεται μεγάλη πολιτική αναταραχή και τρομοκρατικές ενέργειες κατά αμερικανικών και βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή. Απαιτούνται μεγάλες επισκευές πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, παράπλευρων ζημιών και υποδομών. ΗΠΑ και Βρετανία αντιμετωπίζουν εχθρικό ιρακινό πληθυσμό αλλά και ευρύτερη αραβική εχθρότητα επί χρόνια.
Η ιστορία δείχνει ότι και η πιο εντυπωσιακή στρατιωτική νίκη απλώς συντρίβει τον αντίπαλο, δεν διαμορφώνει, ούτε κερδίζει την ειρήνη. Ο πόλεμος δεν τελειώνει όταν φύγει ο Σαντάμ και σταματήσουν οι μεγάλες μάχες. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο κόσμος να αντιμετωπίσει χρόνια έντασης και αβεβαιότητας, όσο θα αποφασίζεται το εσωτερικό μέλλον του Ιράκ και θα εδραιώνει νέες σχέσεις με τους γείτονές του και τη Δύση.
Στα πολεμικά σενάρια αντιστοιχούν τα ακόλουθα σενάρια για τις τιμές του πετρελαίου:
Αν δεν γίνει πόλεμος, η αβεβαιότητα αρχικά θα συντηρήσει τις τιμές γύρω στα 30 δολάρια, για να υποχωρήσουν όμως όσο θα εδραιώνεται η εμπιστοσύνη σε μια ειρηνική διευθέτηση στα 20 δολάρια στα τέλη του έτους.
Στο ήπιο πολεμικό σενάριο οι τιμές θα ανέβουν στα 35 δολάρια με την έναρξη των επιχειρήσεων, αλλά από το τρίτο τρίμηνο του 2003 θα έχουν πέσει στα 25 δολάρια, και στο τέλος του έτους στα 20 δολάρια.
Στο ενδιάμεσο σενάριο θα υπερβούν αρχικά τα 40 δολάρια για να υποχωρήσουν βαθμιαία στα 30 δολάρια στο τέλος του έτους, όπου και θα παραμείνουν το 2004.
Στο χείριστο σενάριο μπορεί να εκτιναχθούν στα 80 δολάρια και να υποχωρήσουν βαθμιαία στα 40 δολάρια το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2004.
Οικονομική ανάλυση
Μια αύξηση των τιμών του πετρελαίου αρχικά θα αυξήσει τον πληθωρισμό, αλλά στον βαθμό που ο πόλεμος θα συμπιέσει την παραγωγή και θα αυξήσει την ανεργία, η κάμψη των οικονομιών κατόπιν θα τον επιβραδύνει, αντιστρέφοντας εν μέρει και την ανατίμηση του πετρελαίου. Καθώς η αύξηση των τιμών του πετρελαίου αποτελεί μεταφορά αγοραστικής δύναμης στους παραγωγούς πετρελαίου ισοδυναμώντας με φόρο στην κατανάλωση, θα συμπιέσει τις δαπάνες των καταναλωτών οδηγώντας σε κάμψη της παραγωγής και της απασχόλησης. Η τάση αυτή θα αντισταθμισθεί εν μέρει από τις αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες.
Οι αβεβαιότητες που συνδέονται με τον πόλεμο μπορούν να έχουν ισχυρές ψυχολογικές επιδράσεις στην οικονομία: Αβεβαιότητες για τις στρατιωτικές εξελίξεις και τις πολιτικές επιπτώσεις, ή για απώλειες μεγαλύτερες παρόσο αναμενόταν, μπορεί να μειώσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και άρα ακόμα περισσότερο τις δαπάνες τους. Επίσης να εντείνουν την αντίληψη κινδύνου και να αποθαρρύνουν τους επενδυτές. Το αποτέλεσμα θα ήταν σημαντική πτώση στις τιμές των μετοχών και αύξηση των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων, που θα οδηγούσαν σε περαιτέρω κάμψη των δαπανών καταναλωτών και επενδυτών.
Η προσομοίωση των τριών πολεμικών σεναρίων στα μακροοικονομικά μοντέλα οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:
Συμπεράσματα για τις ΗΠΑ
Στο ήπιο σενάριο οι επιπτώσεις στην οικονομία είναι μικρές. Μάλιστα η μεγέθυνση είναι ταχύτερη τον πρώτο χρόνο σε σύγκριση με την περίπτωση μη πολέμου. Η θετική επίπτωση στη συνολική ζήτηση προκύπτει από τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες και ιδίως από την υπόθεση ότι θα σημειωνόταν άνοδος ανακούφισης στα χρηματιστήρια με την άρση της επικρατούσας αβεβαιότητας για το αν θα γίνει πόλεμος και πόσο αρνητικές επιπτώσεις θα έχει. Ο πληθωρισμός ανεβαίνει για λίγο λόγω της αρχικής εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου, αλλά καθώς αυτή είναι περιορισμένη και μεταβατική, υποχωρεί γρήγορα.
Στο ενδιάμεσο σενάριο η επίπτωση στις τιμές του πετρελαίου μεγαλώνει και είναι πιο παρατεταμένη, επηρεάζοντας αρνητικά τις καταναλωτικές δαπάνες για μεγαλύτερο διάστημα. Επίσης μεγαλύτερη είναι η αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις. Η μεγέθυνση επιβραδύνεται κατά 1% το 2003 και η ανεργία αυξάνεται ελαφρά και παραμένει υψηλή όλο το 2004.
Στο χείριστο σενάριο οι τιμές του πετρελαίου αρχικά ανεβαίνουν δραματικά λόγω των ζημιών στις εγκαταστάσεις παραγωγής στο Ιράκ και αλλού στην περιοχή. Αν και θα υποχωρήσουν βαθμιαία, παραμένουν υψηλές. Η μεγέθυνση μειώνεται κατά 4,5% και η οικονομία ξαναγλιστράει στην ύφεση. Η ανεργία φτάνει το 7,5%. Μετά τον πρώτο χρόνο η μεγέθυνση ανακάμπτει και η ανεργία υποχωρεί ελαφρά, αλλά παραμένει πάνω από 7% στα τέλη του 2004. Ο πληθωρισμός αυξάνεται αρχικά έντονα, αλλά το 2004 υποχωρεί κοντά στα επίπεδα που θα είχε χωρίς πόλεμο. Ολες οι χώρες θα υποστούν τις συνέπειες της αύξησης των τιμών του πετρελαίου και οι επιπτώσεις στα Χρηματιστήρια αναμένονται παρόμοιες σε όλον τον κόσμο. Ως προς τη μεγέθυνση πάντως θα είναι αμβλύτερες και στη Ζώνη Ευρώ προβλέπονται στο 60% της επίπτωσης στις ΗΠΑ.
Συντομευμένη απόδοση σύνοψης των εργασιών της διάσκεψης του CSIS, δημοσιευμένης στην ιστοσελίδα του: www.csis.org

