«Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Το παραπάνω αποτελεί –καθώς φαίνεται– έναν από τους βασικούς άξονες της φιλοσοφίας του Μενέλαου Τασόπουλου και συνολικά της διοικητικής ομάδας της «Παπουτσάνης», καθώς –όπως έκανε το 2020 με την COVID-19 και την παραγωγή μέσα σε δύο μήνες αντισηπτικών, κατηγορία που προ πανδημίας έκανε τζίρο μισό εκατομμύριο, για να εκτοξευτεί στα 20 εκατ. ευρώ στη συνέχεια–, τώρα αξιοποιεί προς όφελός της τόσο τους νέους δασμούς της κυβέρνησης Τραμπ όσο και την αποεπένδυση από την Ευρώπη μεγάλων «παικτών» του κλάδου. Ισως διότι η επιβίωση και εν συνεχεία η ανάπτυξη εν καιρώ κρίσης βρίσκεται στο DNA της υπεραιωνόβιας βιομηχανίας, καθώς η εταιρεία, μετά πολλές αναταράξεις και χρέη στην προ μνημονίων περίοδο, εισήλθε στον «ενάρετο κύκλο» το 2011, όταν η υπόλοιπη οικονομία βρισκόταν σε βαθιά ύφεση.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η παραγωγή προϊόντων για λογαριασμό μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, η οποία γινόταν πρώτα από τη γερμανική σαπωνοποιία Kappus, η οποία αποφάσισε να σταματήσει την παραγωγή στα τέλη Μαρτίου 2026 στο ένα από τα δύο εργοστάσια που διαθέτει. Οι μεγάλοι πελάτες της γερμανικής εταιρείας έχει συμφωνηθεί να συνεργάζονται πλέον με την «Παπουτσάνης» για την παραγωγή των προϊόντων τους, κάτι που θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τις πωλήσεις της ελληνικής εταιρείας εκτός Ελλάδας (ήδη στο 9μηνο του 2025 αυτές αντιστοιχούν στο 54% του συνολικού τζίρου της), ενώ παράλληλα θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το προφίλ της ως μιας εκ των κορυφαίων βιομηχανιών του εν λόγω κλάδου στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η «Παπουτσάνης» πρόσφατα δημιούργησε στο εργοστάσιό της στη Ριτσώνα και μια μικρή ειδική γραμμή για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου σαπουνιού μεγάλης πολυεθνικής για τις ανάγκες της αμερικανικής αγοράς, σαπούνι που πρώτα παραγόταν στη Λατινική Αμερική.
Οι δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά προϊόντα και η διατάραξη των σχέσεων με τον Καναδά αυξάνουν τις εξαγωγές στη Β. Αμερική.
Σε ευκαιρία έχει μετατρέψει η εταιρεία και την επιβολή υψηλών δασμών από τις ΗΠΑ στα κινεζικά προϊόντα. Κατ’ αρχάς η «Παπουτσάνης» εισάγει πρώτες ύλες από την Κίνα σε χαμηλότερη τιμή από ό,τι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, ενώ τόσο τα τελικά προϊόντα «Παπουτσάνης» όσο και οι σαπωνόμαζες που παράγει έχουν πλέον πιο ανταγωνιστική τιμή στη Βόρεια Αμερική από ό,τι τα αντίστοιχα είδη από την Κίνα. Ηδη, λόγω της διατάραξης των σχέσεων ΗΠΑ – Καναδά, καναδική εταιρεία που παρήγε μέρος των προϊόντων της στις ΗΠΑ ανέθεσε την παραγωγή τους στην «Παπουτσάνης», ενώ έχουν προστεθεί και άλλες συνεργασίες από την ίδια περιοχή. Σημειώνεται ότι περίπου το 9% των πωλήσεων της «Παπουτσάνης» γίνεται στην αμερικανική ήπειρο, με την έμφαση να δίνεται στην κατηγορία των ξενοδοχειακών προϊόντων. «Μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις πολυεθνικές. Στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια υπάρχει αποεπένδυση από την κατηγορία και εδώ δημιουργείται ευκαιρία για την “Παπουτσάνης”», ανέφερε χαρακτηριστικά χθες, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Μενέλαος Τασόπουλος.
Τα παραπάνω, βεβαίως, είναι αποτέλεσμα και των σημαντικών επενδύσεων που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και πλήρως καθετοποιημένης μονάδας παραγωγής στη Ριτσώνα, στην οποία παρασκευάζονται όχι μόνο οι σαπωνόμαζες, αλλά ακόμη και τα πλαστικά μπουκάλια όπου τοποθετούνται τα προϊόντα, καθώς και τα πώματα. Σύμφωνα με όσα ανέφερε χθες η κ. Ειρήνη Χατζηιωακειμίδου, διευθύντρια μάρκετινγκ της «Παπουτσάνης», η παραγωγική δυναμικότητα ανέρχεται σε 900 σαπούνια ανά λεπτό και συνολικά 40.000 τόνους ετησίως, ποσότητα που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της Ελλάδας για περίπου 20 χρόνια. «Λόγω της μεγάλης δυναμικότητας και της καθετοποιημένης παραγωγής, η εταιρεία μπορεί να παράγει σε μεγάλη κλίμακα και να έχει ανταγωνιστικές τιμές», πρόσθεσε.
Στόχος της εταιρείας, όπως είχε διατυπωθεί και στις αρχές Ιουνίου, είναι μέχρι το 2028 ο τζίρος της να έχει φτάσει τα 100 εκατ. ευρώ, στόχος που φαίνεται απολύτως εφικτός. Ηδη το φετινό 9μηνο έκλεισε με τζίρο 61 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 23% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, με τη διοίκηση να εκτιμά ότι ο διψήφιος ρυθμός ανάπτυξης θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του 2025.

