«Πρωταθλήτρια» η Ελλάδα στα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους, κυρίως λόγω των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, αλλά ουραγός στην παραγωγή περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών και στις επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων ερευνών και δεικτών διεθνών οργανισμών, ανάλυση που περιλαμβάνεται στη φετινή ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία αφιερώνει μεγάλο μέρος της στις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Σύμφωνα με την έκθεση, η οποία παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση παρουσία του υπουργού Ανάπτυξης και αρχηγών και στελεχών των κοινοβουλευτικών κομμάτων καθώς και του δημάρχου Αθηναίων, το 2023, την πιο πρόσφατη χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα, τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους αποτελούσαν το 10,1% των συνολικών φόρων και το 4,11% του ΑΕΠ, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά του μέσου όρου της Ε.Ε. ήταν 5,06% και 2,03% αντιστοίχως – δηλαδή περίπου τα μισά από ό,τι στην Ελλάδα.
Υψηλά τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους, κυρίως λόγω των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η περιβαλλοντική φορολογία βασίζεται κυρίαρχα στους φόρους ενέργειας και λιγότερο έως μάλλον καθόλου στις άλλες μορφές, όπως οι φόροι στη ρύπανση ή στην κατανάλωση φυσικών πόρων. Οσον αφορά τους φόρους στη ρύπανση και στην κατανάλωση φυσικών πόρων, τα ποσοστά στην Ελλάδα παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά (0,03% των συνολικών φόρων και 0,01% του ΑΕΠ), πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (0,21% και 0,08% αντιστοίχως), γεγονός που υποδηλώνει την περιορισμένη αξιοποίηση τέτοιων εργαλείων στην ελληνική φορολογική πολιτική. Μόλις το 2018 επιβλήθηκε φόρος στη χρήση πλαστικής σακούλας, ενώ το 2022 επιβλήθηκε και φόρος ανακύκλωσης σε όλες τις συσκευασίες από PVC.
Παρά τα υψηλά έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, που στόχο έχουν την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Το 2023 οι προαναφερθείσες επενδύσεις αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 0,17% του ΑΕΠ για την Ελλάδα, έναντι 0,55% για τον μέσο όρο της Ε.Ε., αποτυπώνοντας τη σημαντική υστέρηση της χώρας στο πεδίο αυτό. Η απόκλιση της Ελλάδας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο υπήρξε διαχρονικά σημαντική. Το μεγαλύτερο χάσμα παρατηρήθηκε το 2018, όταν η Ελλάδα επένδυσε μόλις 0,14% του ΑΕΠ, έναντι 0,55% στην Ε.Ε., με διαφορά 0,41 ποσοστιαίων μονάδων.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από την ανάλυση των δημοσίων δαπανών για περιβαλλοντικές επενδύσεις. Το 2023 η Ελλάδα μαζί με την Ολλανδία αφιέρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό –ως ποσοστό του ΑΕΠ– δημοσίων δαπανών (1,5%) για την προστασία του περιβάλλοντος. Ομως το 60% των δαπανών αυτών στην Ελλάδα κατευθύνθηκε στη διαχείριση αποβλήτων, με την Ελλάδα την ίδια ώρα να τιμωρείται επανειλημμένως από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα για παράνομες χωματερές και παρόμοιες παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ε.Ε. Από την άλλη, δεν παρατηρείται καμία βελτίωση στις δημόσιες δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξη σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, αφού αυτές παραμένουν μηδενικές στο διάστημα από το 2014 έως το 2021 καθώς και το 2023, και στις δαπάνες για προστασία της βιοποικιλότητας και του τοπίου.

