Δύσκολη εξίσωση παραμένει για τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛΤΑ) η βελτίωση του χρόνου παράδοσης της αλληλογραφίας και των δεμάτων σε όλη την επικράτεια. Και μπορεί εδώ και περίπου τρία χρόνια η δημόσια επιχείρηση να βρίσκεται σε μια διαδικασία εξυγίανσης, με στόχο την αντιστροφή των αρνητικών οικονομικών αποτελεσμάτων, η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών όμως έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, όπως επισημαίνουν στην «Κ» πηγές με γνώση επί του θέματος.
Πέρα από τις πολυάριθμες ιστορίες ταλαιπωρίας και πολυήμερης αναμονής που καταγράφουν πολίτες οι οποίοι εμπιστεύθηκαν τον καταπονημένο οργανισμό για τη μεταφορά ενός απλού γράμματος, η απογοητευτική εικόνα των ΕΛΤΑ αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στα επίσημα στοιχεία απόδοσης. Βάσει του ισχύοντος πλαισίου, το 90% των αποστολών πρέπει να παραδίδεται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης και το 98% εντός πέντε. Ωστόσο, οι επιδόσεις αυτές απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα, καθιστώντας τους στόχους περισσότερο ευσεβείς πόθους παρά εφικτά δεδομένα. Σύμφωνα με τις επίσημες μετρήσεις, πέρυσι μόλις το 35% των αποστολών ανταποκρίθηκε στο προβλεπόμενο χρονικό όριο των τριών ημερών, ενώ το 69% έφτασε στον παραλήπτη στις πέντε εργάσιμες μέρες. Αυτό σημαίνει ότι οι επιδόσεις υπολείπονται σημαντικά ακόμη και των πιο χαλαρών στόχων που ισχύουν από το 2021 και μετά, τη στιγμή μάλιστα που στο παρελθόν προβλεπόταν η παράδοση του 90% των αποστολών εντός μιας ημέρας και του 98% εντός τριών ημερών.
Το πιο κρίσιμο, πάντως, είναι ότι οι παραπάνω επιδόσεις δεν προβλέπεται να βελτιωθούν τη φετινή χρονιά, ενώ δεν αποκλείεται ακόμη και να χειροτερέψουν, όπως αναφέρουν στην «Κ» οι ίδιες πηγές. Επί του παρόντος, δεν έχει ξεκινήσει ο ετήσιος έλεγχος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), καθώς πρόσφατα προκήρυξε τον διαγωνισμό για την ανάδειξη της εταιρείας που θα αναλάβει τη μέτρηση των χρόνων παράδοσης.
Οι επιδόσεις υπολείπονται σημαντικά ακόμη και των πιο χαλαρών στόχων που ισχύουν από το 2021 και μετά.
Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα γιατί οι υπηρεσίες των ΕΛΤΑ παραμένουν υπό πίεση. Παρότι σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο οι ταχυδρομικοί οργανισμοί δοκιμάζονται από τις ραγδαίες αλλαγές και τις νέες απαιτήσεις, στην Ελλάδα η κατάσταση είναι ακόμη πιο δυσμενής παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για τον εκσυγχρονισμό τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, μία από τις βασικές αιτίες εντοπίζεται στην έλλειψη επαρκούς αριθμού διανομέων, γεγονός που δυσχεραίνει σημαντικά την ομαλή λειτουργία του δικτύου, ιδιαίτερα στο κρίσιμο «τελευταίο μίλι».
Θυμίζουμε ότι το 2020 εφαρμόστηκε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου για περίπου 2.000 εργαζομένους, στο πλαίσιο προσπάθειας εξορθολογισμού του κόστους και περιορισμού του μόνιμου προσωπικού. Από την αποχώρηση βέβαια δεν εξαιρέθηκαν και έμπειροι διανομείς, γεγονός που δημιούργησε σοβαρά επιχειρησιακά κενά. Η αναπλήρωση αυτών των θέσεων αποδεικνύεται σήμερα ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς ολοένα και λιγότεροι ενδιαφέρονται να εργαστούν στον δρόμο, με τους περισσότερους να προτιμούν θέσεις γραφείου, σημειώνουν οι ίδιες πηγές. Επιπλέον, λόγω της δραματικής μείωσης του όγκου της αλληλογραφίας, η οποία πλέον περιορίζεται κυρίως σε λογαριασμούς ρεύματος και τηλεφωνίας, καθώς η υπόλοιπη έχει σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από ηλεκτρονικά μέσα, η αναβάθμιση των υπηρεσιών των ΕΛΤΑ δεν αντιμετωπίζεται πάντοτε ως προτεραιότητα. Στον αντίποδα, ο τομέας των δεμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ενισχυμένος από τη διαρκώς αυξανόμενη διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα ΕΛΤΑ είναι ο φορέας της καθολικής υπηρεσίας, που σημαίνει ότι πρέπει να έχει παρουσία ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της χώρας.

