Πόρους άνω των 31 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της τραπεζικής χρηματοδότησης, θα κινητοποιήσει ο κατασκευαστικός τομέας (υποδομές και οικοδομή) κατά την περίοδο 2025-2026, δείγμα της μεγάλης δυναμικής που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς από το 2020 έως το 2024 υπερδιπλασιάστηκε το αντικείμενο του κλάδου (15,7 δισ. ευρώ από 7,1 δισ. ευρώ), όπως αναφέρει η τελευταία κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ. Αυτοί οι πόροι θα προέλθουν από έναν συνδυασμό πηγών και συγκεκριμένα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), τους πόρους του ΕΣΠΑ και τις ιδιωτικές επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν κατοικίες.
Σε αυτό το πλαίσιο οι επενδύσεις σε κατασκευές προβλέπεται να ανέλθουν σε 7,6% του ΑΕΠ το 2025 και 7,5% το 2026, από 6% που ήταν το 2024, με την αξία παραγωγής να υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 18 δισ. ευρώ ετησίως (18,2 δισ. ευρώ το 2025 και 18,8 δισ. ευρώ το 2026), από 15,8 δισ. ευρώ το 2024. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ανάλυση που παρουσιάστηκε χθες από το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του ινστιτούτου ΤΕΕ-ΤΜΕΔΕ (Ταμείο Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Εργων), η απόφαση του ΣτΕ για τον ΝΟΚ εκτιμάται ότι θα έχει αρνητική επίδραση, η οποία, εφόσον επιβεβαιωθεί το αρνητικό σενάριο για 40% πτώση στην επιφάνεια των νέων οικοδομών του 2026, θα έχει ως αποτέλεσμα οι επενδύσεις σε κατοικίες να υποχωρήσουν το 2026 σε 2,4% του ΑΕΠ (από 2,8% στο αισιόδοξο σενάριο), μειώνοντας κατά 4,7% την αξία παραγωγής στις κατασκευές, η οποία θα διαμορφωθεί έτσι σε 17,9 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, η αξία παραγωγής στις κατασκευές κατοικιών το 2026 εκτιμάται χαμηλότερη κατά 12,9% έναντι του αισιόδοξου σεναρίου (6 δισ. ευρώ έναντι 6,9 δισ. ευρώ).
Με βάση την ανάλυση του ΙΟΒΕ, το ανεκτέλεστο υπόλοιπο δημόσιων και ιδιωτικών έργων των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων της χώρας βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, απόρροια της βελτίωσης των επιδόσεων και συνθηκών στην ελληνική οικονομία, του μεγέθους της χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς πόρους, αλλά και της μεγάλης υστέρησης σε επενδύσεις στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Ειδικότερα, το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου (με υπογεγραμμένες συμβάσεις) ανήλθε το 2024 σε 13,07 δισ. ευρώ, σημαντικά αυξημένο κατά 6,6% έναντι του προηγούμενου έτους και περίπου διπλάσιο συγκριτικά με τον μέσο όρο της περιόδου 2018-2022. Μαζί με τις προς υπογραφή συμβάσεις, το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των εν λόγω κατασκευαστικών ομίλων ανέρχεται σε 17,36 δισ. ευρώ. Η έγκαιρη εκτέλεση των έργων αυτών αποτελεί μια πρόκληση για τις κατασκευαστικές εταιρείες, καθώς απαιτούνται μεταξύ άλλων επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό, ισχυρή ρευστότητα, πρόσβαση σε πόρους χρηματοδότησης και ταχείες διαδικασίες από την πλευρά των φορέων του Δημοσίου.
Στο «μέτωπο» της απασχόλησης έχει σημειωθεί πρόοδος, καθώς το 2024 ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 8,8% σε σχέση με το 2023 και ανήλθε σε 210.000 εργαζομένους ή 17.000 περισσότερους σε ετήσια βάση. Στις δραστηριότητες αρχιτεκτόνων και μηχανικών απασχολούνταν 90.000 άτομα το 2024, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση από το 2020 (+21%). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, το σύνολο των εργαζομένων στις κατασκευές θα μπορούσε να αυξηθεί την περίοδο 2025-2026 σε περίπου 236.000 εργαζομένους, επίπεδο που είναι κατά 26.000 εργαζομένους υψηλότερο σε σύγκριση με το σύνολο της απασχόλησης στον κλάδο το 2024.

