Δάνεια ύψους 20,6 δισ. ευρώ εκταμίευσαν προς τις επιχειρήσεις το 2024 οι τράπεζες, σε σύνολο χρηματοδοτικών συμβάσεων ύψους 28 δισ. ευρώ που υπεγράφησαν την ίδια περίοδο, με τη μερίδα του λέοντος σε ποσοστό άνω του περίπου 41% να κατευθύνεται προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, που έλαβαν δάνεια 8,5 δισ. ευρώ. Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και οι μικρές επιχειρήσεις έλαβαν 3,2 δισ. ευρώ και 1,8 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Σημαντικό ύψος χρηματοδοτικών πόρων (αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ) αφορούσε επιχειρήσεις που συστάθηκαν εντός του 2024, για τις οποίες δεν υπήρχαν έως πρόσφατα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία ή αριθμός εργαζομένων προκειμένου να ταξινομηθούν σε κάποια κατηγορία.
Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από τη βάση δεδομένων AnaCredit που τηρεί η ΤτΕ, και όπως σημειώνεται στην έκθεση νομισματικής πολιτικής, που δημοσιεύθηκε χθες, επίσης ένα αξιόλογο ύψος δανείων ήταν προς εταιρείες οι οποίες ταξινομούνται μεν στις πολύ μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, δεν είναι ωστόσο αντιπροσωπευτικές της τυπικής πολύ μικρής επιχείρησης.
Οι μη αντιπροσωπευτικές αυτές επιχειρήσεις, λόγω της φύσης της δραστηριότητάς τους, απασχολούν μικρό αριθμό εργαζομένων (π.χ. εταιρείες holding) ή παρουσιάζουν πολύ χαμηλό κύκλο εργασιών. Σε ό,τι αφορά το πλήθος των δανείων που χορηγήθηκαν το 2024, πάνω από το μισό αναλογούσε στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, γεγονός που ερμηνεύεται λόγω του μεγάλου αριθμού εταιρειών που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία και οι οποίες λαμβάνουν κατά κανόνα δάνεια μικρότερου μεγέθους.
Οπως διαπιστώνει η ΤτΕ, ενώ η αξία των επιχειρηματικών συμβάσεων που συνήφθησαν το 2024 ήταν ελαφρώς μειωμένη έναντι του 2023, η αξία των δανείων που όχι απλώς συνομολογήθηκαν αλλά και εκταμιεύθηκαν αυτό το έτος ενισχύθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2023, όταν το αντίστοιχο ποσό ήταν 12,8 δισ. ευρώ έναντι 20,6 δισ. ευρώ το 2024.
Ετσι, κατά το 2024 εκταμιεύθηκε το 70% των συμβάσεων και όπως παρατηρεί η ΤτΕ «στην εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι συνέβαλε το γεγονός πως κατά το 2023 είχε συνομολογηθεί αξιόλογος αριθμός δανειακών συμβάσεων στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σταδιακές εκταμιεύσεις ανάλογα με την πρόοδο των χρηματοδοτούμενων επενδυτικών σχεδίων».
Εκτός από περισσότερα δάνεια, οι επιχειρήσεις επωφελήθηκαν και από τα μειωμένα επιτόκια, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ το 80% των δανείων που συνομολογήθηκε είχε επιτόκια μεταξύ 3,8% και 7,3%, έναντι 4%-8,2% κατά το 2023. Ανά μέγεθος επιχείρησης, μικρότερα επιτόκια χορηγήσεων καταγράφηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις στο βαθμό που όπως παρατηρεί η ΤτΕ «διαθέτουν μεταξύ άλλων υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα συγκριτικά με τις επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους και μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη όσον αφορά τους όρους δανεισμού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής βάσης AnaCredit, το μέσο ονομαστικό επιτόκιο για νέα δάνεια το 2024 ήταν 4,5% στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, 4,7% στις επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, 5,% και 5,2% στις μικρές και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις αντίστοιχα. Ωστόσο, στην πράξη πολλές επιχειρήσεις έλαβαν πιο βελτιωμένους όρους λόγω της υπαγωγής τους σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ή της δανειοδότησής τους μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Από τα νέα εταιρικά δάνεια που συνήφθησαν το 2024, το μεγαλύτερο μέρος κατευθύνθηκε προς τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, καθώς και προς επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας. Συγκεκριμένα, το 21% ήταν προς τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, το 20% προς επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, νερού και λυμάτων, το 12% προς επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου, το 12% προς επιχειρήσεις μεταφορών και αποθήκευσης, και το 10% προς επιχειρήσεις του τουρισμού και εστίασης.

