Εάν υπάρχει ένας κλάδος όπου οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν και οι αγορές ανοίγουν, είναι αυτός των σούπερ μάρκετ, που προκαλεί χαμόγελα συγκρατημένης αισιοδοξίας στις επιχειρήσεις και κυρίως στις ισχυρότερες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν. Οι προτάσεις που περιλαμβάνονταν στην έκθεση της McKinsey & Company για το λιανεμπόριο, η οποία είχε συνταχθεί στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της κυβέρνησης, καθώς και πολλά από τα αιτήματα των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, βαίνουν προς υλοποίηση.
Ετσι, αν και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ υφίστανται τις συνέπειες της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς χάνουν τζίρο και κέρδη ως συνέπεια της υποχώρησης της κατανάλωσης, προσδοκούν στις μεταρρυθμίσεις για δύο λόγους: πρώτον, διότι μέσω της απλούστευσης των διαδικασιών αδειοδότησης για σειρά δραστηριοτήτων στα σούπερ μάρκετ θα μειωθεί το διοικητικό τους κόστος και, δεύτερον, διότι θα επιταχυνθεί η συγκέντρωση στον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών και απορρόφησης ακόμη και των μικρών σημείων πώλησης από τις αλυσίδες. Οι ανακατατάξεις στον χάρτη, μάλιστα, δεν αναμένεται να προκύψουν από την έλευση νέων ξένων επενδυτών -η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στα σχέδια των μεγάλων ξένων αλυσίδων, παρά τα όσα κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας περί της εισόδου για παράδειγμα της γερμανικής Rewe- αλλά από τις κινήσεις που θα γίνουν το επόμενο διάστημα από τους υφιστάμενους ισχυρούς παίκτες στην εγχώρια αγορά.
Κύκλοι του υπουργείου Ανάπτυξης εκτιμούν άλλωστε ότι οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν εντός της επόμενης διετίας σε επενδύσεις στο λιανεμπόριο 6-10 δισεκατομμυρίων ευρώ, ικανές να ενισχύσουν την ανάπτυξη. Οι αλλαγές που θα επέλθουν στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του εμπορίου περιλαμβάνονται στις νέες διατάξεις για τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, στις διατάξεις που αντικαθιστούν τις αγορανομικές και θα ονομάζονται Κανόνες Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών (ΔΙΕΠΠΥ), καθώς και στον νέο Αγορανομικό Κώδικα, ενώ όσες αφορούν το άνοιγμα αγορών αναμένεται να περιληφθούν στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για το νέο πακέτο μέτρων. Τρεις είναι οι κυριότερες αλλαγές στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης των αγορών:
α) Τα σούπερ μάρκετ θα μπορούν να πωλούν γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας, εφημερίδες-περιοδικά και καπνικά προϊόντα. Προηγήθηκε την άνοιξη η άρση των περιορισμών για την πώληση καυσίμων και προϊόντων bake-off (προψημένο ψωμί). Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, η πώληση των παραπάνω (συμπεριλαμβανομένων και των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων τα οποία -για την ώρα τουλάχιστον- δεν θα πωλούνται από τα σούπερ μάρκετ) θα μπορούσε να προσθέσει 3 δισ. ευρώ στα έσοδα των σούπερ μάρκετ.
β) Καταργούνται οι προϋποθέσεις ύπαρξης ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων και οι πρόσθετες άδειες προκειμένου να επιτραπεί η διάθεση επιπλέον κατηγοριών τροφίμων από τα καταστήματα.
γ) Απελευθέρωση προσυσκευασίας και επεξεργασίας νωπών κρεάτων, αλιευμάτων, τυριών και αλλαντικών εντός του καταστήματος. Μέχρι σήμερα οι επιχειρήσεις τροφίμων θα έπρεπε να εκδίδουν ξεχωριστές άδειες κρεοπωλείου, ιχθυοπωλείου κ.λπ., καθώς και τυποποιητηρίου-συσκευαστηρίου. Με τις νέες υγειονομικές διατάξεις μπορούν να επεξεργάζονται, να συσκευάζουν και να τυποποιούν τα τρόφιμα και ποτά σε μικρότερες συσκευασίες στα καταστήματά τους και να τα διαθέτουν προς πώληση, χωρίς πρόσθετες άδειες.
Το τέλος των «μικρών»
Θεωρητικά οι παραπάνω ρυθμίσεις θα μπορούσαν να αποβούν προς όφελος των μικρών επιχειρήσεων του κλάδου τροφίμων. Σύμφωνα, ωστόσο, με τις εκτιμήσεις του εμπορικού κόσμου και εταιρειών συμβούλων, οι αλλαγές αυτές θα προκαλέσουν συγκέντρωση στον κλάδο, καθώς πλέον ο καταναλωτής θα επισκέπτεται μόνο το σούπερ μάρκετ, όπου θα μπορεί να προμηθευθεί τα πάντα. Και μάλιστα εκείνες τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ που θα έχουν τη δυνατότητα να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις για να επεκταθούν και στην πώληση επιπλέον προϊόντων.
Πολλά και μικρά
Ιδιαιτέρως κατακερματισμένο θεωρείται το λιανεμπόριο στην Ελλάδα και μάλιστα σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό αποδίδουν πολλοί τη χαμηλή παραγωγικότητά του, η οποία υπολογίζεται ότι είναι κατά 30% με 40% χαμηλότερη σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό όρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα αναλογούν επτά καταστήματα τροφίμων ανά 1.000 κατοίκους, σχεδόν τα διπλάσια σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Το μερίδιο ως αξία πωλήσεων των αλυσίδων σούπερ μάρκετ στο ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων είναι 48%, ενώ των μεμονωμένων καταστημάτων 52%, όταν στην Ιταλία είναι 74% και 26% αντιστοίχως. Εάν το μείγμα πωλήσεων στην Ελλάδα ήταν ίδιο με της Ιταλίας, υπολογίζεται ότι η παραγωγικότητα (ως τζίρος ανά εργατοώρα) θα αυξανόταν κατά 10%.

