Η εποχή που τα βιολογικά προϊόντα μπορούσαν να τα προμηθευθούν οι καταναλωτές μόνο από κάποια εξειδικευμένα μαγαζιά έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αφού αυτά κατακτούν όλο και περισσότερα ράφια στα καταστήματα των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι καταναλωτές που τα προτιμούν και τα επιλέγουν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την τελευταία κλαδική έρευνα της ICAP για την αγορά βιολογικών προϊόντων, η αξία της εγχώριας αγοράς (σε τιμές λιανικής) παρουσίασε το 2008 αύξηση της τάξης του 30% σε σχέση με το 2007. Οι μισές πωλήσεις γίνονται πλέον από τα σούπερ μάρκετ, τα καταστήματα αμιγώς βιολογικών προϊόντων βρίσκονται πλέον στη δεύτερη θέση με μερίδιο 46% και, τέλος, ένα 4% των πωλήσεων γίνεται από τις λαϊκές αγορές. Μάλιστα το μερίδιο των σούπερ μάρκετ στις πωλήσεις βιολογικών τροφίμων αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, καθώς όλο και περισσότερες αλυσίδες επεκτείνονται στην εμπορία των προϊόντων αυτών, δημιουργώντας μέσα στα καταστήματα ειδικούς χώρους, τις λεγόμενες «βιολογικές γωνιές». Η αυξανόμενη ζήτηση, πάντως, εξακολουθεί να καλύπτεται κυρίως από εισαγόμενα βιολογικά τρόφιμα, τα οποία το 2008 αντιστοιχούσαν στο 57% της αγοράς.
Ενδεικτικό της διείσδυσης των βιολογικών τροφίμων είναι ότι παρουσιάζει σημαντική αύξηση η εγχώρια κατανάλωση στα τρία δημοφιλέστερα είδη του κλάδου αυτού. Ειδικότερα, η κατανάλωση βιολογικού ελαιολάδου το 2008 αυξήθηκε κατά 15% σε σχέση με το 2007, του κρασιού από βιολογικά σταφύλια κατά 4% και των εσπεριδοειδών κατά 5%. Μεγάλο, μέρος της εγχώριας παραγωγής εξάγεται και συγκεκριμένα το 63% του βιολογικού ελαιολάδου, το 79% των βιολογικών κρασιών και το 68% των εσπεριδοειδών από βιολογικές καλλιέργειες.
Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό από 22 μεταποιητικές επιχειρήσεις βιολογικών τροφίμων για την περίοδο 2006 – 2008 προκύπτει αύξηση των πωλήσεών τους κατά 25%, ενώ το περιθώριο κέρδους το 2007 έφτασε το 18,75%. Τα ίδια κεφάλαιά τους αυξήθηκαν κατά 6,6%.
Αύξηση πωλήσεων κατά 23,85% σημείωσαν και οι εισαγωγικές επιχειρήσεις (με βάση δείγμα 7 εταιρειών), όμως το περιθώριο καθαρού κέρδους τους διαμορφώθηκε σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, στο 2,39% το 2007. Μείωση, τέλος, κατά 16,31% παρουσίασαν τα ίδια κεφάλαιά τους.

