Ενίσχυση του ανταγωνισμού και τάση συγκεντροποίησης «βλέπει» για τον κλάδο των σούπερ μάρκετ μελέτη του IOBE, η οποία εκτιμά πως από την επικείμενη είσοδο ξένων μεγάλων αλυσίδων, όπως η Tesco, η Aldi, η Tengelmann, η Wal Mart, την ισχυρότερη πίεση θα δεχθούν οι μεσαίες και μικρές αλυσίδες. «Θα υποστούν τον ισχυρό ανταγωνισμό τόσο των ξένων υπεραγορών, όσο και των μεγάλων ελληνικών αλυσίδων σούπερ μάρκετ, οι οποίες θα υιοθετήσουν επιθετική πολιτική έναντι των ξένων, ώστε να διατηρήσουν τα μερίδιά τους στην ελληνική αγορά», σημειώνει.
Το IOBE εκτιμά ως θετικές τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου, ο οποίος αποτελεί έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς του ελληνικού εμπορίου. Οι πωλήσεις των αλυσίδων σούπερ μάρκετ αυξήθηκαν από 4.419 εκατ. ευρώ το 1996 σε 8.943 εκατ. ευρώ το 2003, που αντιστοιχεί σε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 10,6%. Ο αριθμός των καταστημάτων σούπερ μάρκετ παρουσιάζει ικανοποιητική μέση ετήσια αύξηση, που αγγίζει το 3,9%, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να ενισχυθεί από 2.740 το 1999 στα 3.187 καταστήματα το 2003. Αυτή η ενίσχυση οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στους υψηλούς μέσους ετήσιους ρυθμούς αύξησης των καταστημάτων αλυσίδων σούπερ μάρκετ που ξεπερνούν το 5%, σε αντίθεση με τον ρυθμό αύξησης των καταστημάτων των μεμονωμένων σούπερ μάρκετ που κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα (0,8%). Επίσης, το μέσο επίπεδο κάλυψης του πληθυσμού της χώρας από σούπερ μάρκετ βελτιώνεται την περίοδο 2000 – 2003. Ειδικότερα, οι κάτοικοι ανά σούπερ μάρκετ το 2000 ανέρχονταν κατά μέσο όρο στους 4.016, ενώ το 2003 στους 3.317, εξέλιξη που επιβεβαιώνει τον υψηλό βαθμό διείσδυσης των καταστημάτων σούπερ μάρκετ στην εγχώρια αγορά.
Σε ό,τι αφορά τη διεθνή αγορά, οι πωλήσεις των 10 μεγαλύτερων λιανοπωλητών του κόσμου το 2003 ανήλθαν στα 740 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιπροσωπεύει το 28,4% των πωλήσεων του συνόλου των 250 μεγαλύτερων εκπροσώπων του λιανικού εμπορίου. Η γεωγραφική κατανομή κατά χώρα προέλευσης των μεγαλύτερων εκπροσώπων σούπερ μάρκετ και πολυκαταστημάτων αποδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο των αμερικανικών αλυσίδων λιανικού εμπορίου τροφίμων, οι οποίες το 2003 αποτελούσαν το 41,6% του συνόλου των 250 μεγαλύτερων λιανεμπόρων τροφίμων παγκοσμίως, ενώ ταυτόχρονα απέσπασαν το 47,7% των παγκόσμιων λιανικών πωλήσεων. Το 2003 στη δεύτερη θέση περνούν οι γερμανικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ με μερίδιο επί του συνόλου των παγκόσμιων πωλήσεων 11%. Επονται η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με αντίστοιχα μερίδια 9,7% και 8,5% για το 2003. Οι Καναδοί έμποροι λιανικής τροφίμων παραμένουν σταθερά στην ίδια θέση, με ποσοστό συμμετοχής επί του συνόλου των πωλήσεων λιανικού εμπορίου 1,5% και για τα δύο εξεταζόμενα έτη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ανάπτυξη νέου τύπου καταστημάτων και κυρίως των αλυσίδων discount δεν οφείλεται τόσο στο δυσμενές οικονομικό κλίμα, τον πληθωρισμό και την ανεργία -παράγοντες που επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών- όσο στην ανάδυση ενός νέου τύπου καταναλωτή, που μετατοπίζει το βάρος των αγορών του στα κινητά τηλέφωνα, στους υπολογιστές, στο Διαδίκτυο, καθώς και σε ό,τι σχετίζεται με τον ελεύθερο χρόνο. Η φιλοσοφία αυτή έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και κατά συνέπεια να περικόπτονται οι υπόλοιπες δαπάνες και ειδικότερα εκείνες που αφορούν την αγορά τροφίμων και ειδών σούπερ μάρκετ. Κύριο, λοιπόν, χαρακτηριστικό των νέων συνθηκών, που τείνουν πλέον να παγιοποιηθούν, αποτελεί η εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος, με την ταυτόχρονη αποφυγή των πολύπλοκων επιλογών.

