Αρθρο του Γιώργου Στούμπου στην «Κ»: Ας κοιταχτούμε επιτέλους στον καθρέφτη

Αρθρο του Γιώργου Στούμπου στην «Κ»: Ας κοιταχτούμε επιτέλους στον καθρέφτη

Τα αιτήματα των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα είναι διαχρονικά και παραμένουν άλυτα επί δεκαετίες

6' 2" χρόνος ανάγνωσης

Τα αιτήματα των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα είναι διαχρονικά και παραμένουν άλυτα επί δεκαετίες. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις κάθε Φεβρουάριο (φέτος, για ειδικούς λόγους, άρχισαν από Δεκέμβριο) έχουν αποκτήσει μια κανονικότητα όπως και οι διαπραγματεύσεις με τις εκάστοτε κυβερνήσεις που καταλήγουν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις –πύρρειος νίκη και για τις δύο πλευρές– και ραντεβού τον επόμενο χρόνο. Σε ανθρώπινο επίπεδο, ο αγώνας των αγροτών και κτηνοτρόφων είναι απολύτως σεβαστός. Ακόμη και ο Καρλ Μαρξ έχει αποφανθεί ότι οι συνεχείς αντιπαραθέσεις είναι απαραίτητες διότι κρατούν ζωντανό το πνεύμα της εργατικής τάξης… παρά το γεγονός ότι οι αντιπαραθέσεις αυτές συνήθως επιφέρουν παρηγορητικές, όχι ριζικές λύσεις. Προφητικός λόγος για την Ελλάδα του 2025.

Τα διαχρονικά αιτήματα των αγροτών και κτηνοτρόφων συνοψίζονται στα εξής: α) μείωση του κόστους παραγωγής με επιδότηση στις τιμές των εισροών όπως λιπασμάτων, καυσίμων, ενέργειας, ζωοτροφών και εξοπλισμού, β) αποζημιώσεις για απώλειες και καταστροφές είτε από φυσικά φαινόμενα είτε από ζωονόσους, γ) ανάπτυξη υποδομών (άρδευση, αντιπλημμυρικά έργα, οδικό δίκτυο), δ) δίκαιες τιμές παραγωγού, καλύτερη τιμολογιακή προστασία, διασφάλιση τιμής πώλησης και περιθωρίου κέρδους, ε) διαφάνεια και αξιοπιστία στη διαχείριση των επιδοτήσεων, καταβολή χωρίς καθυστερήσεις, δίκαιη διανομή, στ) κοινωνική προστασία, υγειονομική ασφάλιση, συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Οσο παλαιά είναι τα αιτήματα του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας, τόσο παλαιά είναι και η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.), που αποσκοπεί (μαζί με τις ανάλογες κρατικές επιδοτήσεις) στη μερική τουλάχιστον ικανοποίησή τους. Δύο είναι οι βασικοί της πυλώνες: η συστηματική και προγραμματισμένη στήριξη των παραγωγών και η διασφάλιση φθηνής, ποιοτικής και σταθερής προσφοράς τροφίμων σε όλη την Ενωση. Είναι μια οριζόντια πολιτική για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το κύριο ερώτημα είναι πώς κάθε χώρα-μέλος καθετοποιεί τις πολιτικές αυτές για να πετύχει τα βέλτιστα αποτελέσματα.

Οπως συμβαίνει συχνά με τις πολιτικές μετασχηματισμών, τα αποτελέσματα εξαρτώνται όχι μόνο από τα χρήματα που χορηγούνται, αλλά και από το πώς αυτά αξιοποιούνται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξαρτώνται από τη δομή των εκμεταλλεύσεων και τις δυνατότητες ανασυγκρότησής τους, από τις επενδύσεις σε τεχνολογία και υποδομές, από τη στρατηγική επιλογή καλλιεργειών, από τη διαχείριση των μεταρρυθμίσεων με χρονοδιάγραμμα και στόχους.

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά στον Βορρά και στη Δυτική Ευρώπη, οι επιδοτήσεις αποτέλεσαν κίνητρο για αγροτικές μεταρρυθμίσεις, για τον συνεταιρισμό καλλιεργητών και κτηνοτρόφων, για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και την εξωστρέφεια του κλάδου. Ο πρωτογενής τομέας κατέστη σημαντικός τροφοδότης του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος. Τι έφταιξε στην Ελλάδα, όπου η Κοινή Αγροτική Πολιτική παρείχε πόρους, αλλά όχι αποτελέσματα;

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία βάσει των οποίων εφαρμόζεται η ΚΑΠ στη χώρα μας, ο αγροτικός/κτηνοτροφικός τομέας αριθμεί περίπου 500 χιλιάδες μονάδες. Το 75% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρότερες των 50 στρεμμάτων και χαρακτηρίζονται ως αμιγώς οικογενειακές. Το επίπεδο κατάρτισης είναι περιορισμένο μέχρι ανύπαρκτο, υποκαθιστάμενο από την πρακτική εμπειρία προηγούμενων δεκαετιών. Αλλωστε, η μέση ηλικία των αγροτών είναι άνω των 50 ετών. Αποτέλεσμα: οι περισσότερες ελληνικές καλλιέργειες δεν φτάνουν σε όγκο παραγωγής που να επιτρέπει οικονομίες κλίμακας, κατά συνέπεια ο μηχανολογικός εξοπλισμός, το κόστος άρδευσης και ενέργειας, οι απαιτούμενες επενδύσεις για αποθήκευση προϊόντων, η όποια άλλη δαπάνη για μεταποίηση, καταλήγουν ως «μη βιώσιμα μεγέθη». Αυτό σημαίνει υψηλό κόστος ανά μονάδα παραγωγής, που καθιστά το προϊόν μη ανταγωνιστικό. Για λόγους σύγκρισης, στην Ολλανδία η μέση καλλιέργεια φθάνει τα 600 στρέμματα. Αυτή και μόνο η διαφορά ενισχύει την εξειδίκευση, την εντατικοποίηση της παραγωγής και την παραγωγικότητα, η οποία, μετρούμενη σε ετήσιες μονάδες εργασίας (AWU), φθάνει στις 186 χιλιάδες ευρώ, συγκρινόμενη με 28 χιλιάδες ευρώ για την Ελλάδα. Παρόμοια εικόνα διαμορφώνεται και ως προς την παραγωγικότητα της γης: στην Ελλάδα η αξία προϊόντων ανά δέκα στρέμματα υπολογίζεται στα 2,31 χιλιάδες ευρώ, ενώ στην Ολλανδία ανέρχεται στα 16,04 χιλιάδες ευρώ.

Στον Βορρά της Ευρώπης οι επιδοτήσεις αποτέλεσαν κίνητρο για αγροτικές μεταρρυθμίσεις, σύγχρονους συνεταιρισμούς, για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και την εξωστρέφεια του κλάδου.

Στην Ελλάδα, η στήριξη που παρέχει η ΚΑΠ διαχρονικά (μέσω του πρώτου πυλώνα της – εγγυήσεις τιμών – και μέσω του δεύτερου – χρηματοδότηση για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη) αξιοποιήθηκε ως συμπλήρωμα εισοδήματος, όχι ως κεφάλαιο ανάπτυξης. Πολύ μικρός αριθμός εκμεταλλεύσεων αξιοποίησε αυτές τις επιδοτήσεις της ΚΑΠ για να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά, να μειώσει το κόστος παραγωγής, να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία και να αποκτήσει εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα στη διεθνή αγορά. Η πλειοψηφία των αγροτών, αντιθέτως, συνέχισε να καλλιεργεί με τον ίδιο τρόπο, με οριακές μόνο αλλαγές στο μέγεθος, την ποιότητα και την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων (αγροτικών ή κτηνοτροφικών).

Επιπροσθέτως, οι αλλαγές της ΚΑΠ, ειδικά από τις αρχές του 2000, που επέβαλαν νέα περιβαλλοντικά, υγειονομικά κριτήρια και προδιαγραφές τυποποίησης προϊόντων, είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω απομάκρυνση της ελληνικής παραγωγής από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακόμη και σε αυτή την ύστατη ευκαιρία, η χώρα μας, αντί να ενσωματώσει πολιτικές μεγάλης κλίμακας, να επενδύσει σε παραγωγικές υποδομές προστιθέμενης αξίας και να εισαγάγει νέες τεχνογνωσίες, διατήρησε μια απαρχαιωμένη, διεφθαρμένη, ανοργάνωτη γραφειοκρατία, που χωρίς καμία απολύτως δυσκολία κατάφερε, για μία ακόμη φορά, να μετατρέψει τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις σε βοηθήματα επιβίωσης και όχι σε κίνητρα εκσυγχρονισμού του πρωτογενούς τομέα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι ποσότητες έφθαναν σε αξιόλογα επίπεδα, δεν υπήρχε διαδικασία παραγωγής προστιθέμενης αξίας. Το πρωτογενές προϊόν εξαγόταν ή πωλούνταν χύμα, χωρίς τυποποίηση, χωρίς συσκευασία, χωρίς επωνυμία (χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο). Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι πόροι που δόθηκαν ήταν σημαντικοί, μεταξύ 2% και 3% του ΑΕΠ ετησίως, τότε γίνεται φανερό πως το πρόβλημα δεν ήταν τα χρήματα, αλλά η δομή, η στρατηγική και οι πελατειακές κυβερνητικές πολιτικές για το πρόσκαιρο κομματικό όφελος, αντί να στρέφονται σε μακροχρόνιες πολιτικές εκσυγχρονισμού.

Μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι από το 1981 έως το 2020, πολλές χώρες της Ε.Ε. μείωσαν σημαντικά τον αριθμό των «ανεξάρτητων» μονάδων, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο τις συνεταιριστικές δομές παραγωγής, εκμετάλλευσης, τυποποίησης και εμπορίας. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό ρόλο έπαιξε ιστορικά η εδραίωση των αγροτικών συνεταιρισμών σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία, η Γερμανία και η Γαλλία, και μεταγενέστερα στην Ισπανία και Πορτογαλία. Σεβόμενοι τις ιστορικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, οι συνεταιρισμοί λειτούργησαν ως εργαλεία ενοποίησης παραγωγής, σταθεροποίησης ποιότητας, μείωσης κόστους ανά μονάδα προϊόντος, ενώ, ταυτόχρονα, διασφάλισαν ανταγωνιστικότητα τιμών και εξωστρέφεια. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις χώρες ήταν η διαφάνεια λειτουργίας των συνεταιρισμών, η επαγγελματική διοίκηση, η αυστηρή λογοδοσία και η συνειδητή συμμετοχή των παραγωγών ως επιχειρηματικών εταίρων. Αυτό το μοντέλο δεν εφαρμόστηκε ποτέ με συνέπεια στην Ελλάδα. Παρότι θεσμοθετήθηκαν συνεταιρισμοί, αυτοί σπάνια λειτούργησαν ως πραγματικές επιχειρήσεις συλλογικής οικονομικής ισχύος. Συχνά επιβαρύνθηκαν με πολιτικές παρεμβάσεις, κακοδιοίκηση και απουσία στρατηγικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να παίξουν τον ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στις αγροτικές κινητοποιήσεις όσο και στις κυβερνητικές εξαγγελίες στη χώρα μας, η επικρατούσα φρασεολογία είναι επιδοτήσεις, αποζημιώσεις, διαγραφές χρεών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Αντίθετα, σε χώρες που κατάφεραν να βιομηχανοποιήσουν την αγροτική τους παραγωγή, η φρασεολογία αναφέρεται σε καλλιέργειες έντασης, μεταποίηση, εξαγωγές, μηχανοποίηση/τυποποίηση παραγωγής και βελτιστοποίηση απόδοσης. Η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι ο επόμενος καθοριστικός παράγοντας ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα στις χώρες αυτές, τη στιγμή που στην Ελλάδα βασικό αίτημα του αγροτικού κόσμου παραμένει η διασφάλιση του επιπέδου διαβίωσης.

Τέλος, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τόσο τα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, όσο και αυτά που προέρχονται από εθνικούς πόρους έχουν διαχρονικά αποτελέσει το υψηλό τίμημα των «χαριστικών βολών» για τον αγροτικό κόσμο της χώρας μας. Καιρός να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Είναι ο πιο σύντομος δρόμος από την αυταπάτη στην πραγματικότητα.

*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT