Στη σκακιέρα της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας και των διεθνών επενδύσεων, η προσοχή στρέφεται συνήθως στους «μεγάλους παίκτες», όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία ή η Γερμανία. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μια λίγο διαφορετική πραγματικότητα. Η Σουηδία, μια χώρα που πληθυσμιακά προσομοιάζει στην Ελλάδα, έχει καταφέρει να εδραιώσει ισχυρή παρουσία σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας, λειτουργώντας ως μια «σιωπηλή δύναμη» με δυσανάλογα μεγάλο αποτύπωμα. Το πεδίο των ελληνοσουηδικών οικονομικών σχέσεων δεν περιορίζεται στο εμπόριο καταναλωτικών αγαθών. Μετατοπίζεται πλέον σε τομείς αιχμής, όπως η άμυνα διττής χρήσης (dual-purpose technology), η ψηφιακή διαχείριση ενέργειας και, επιπλέον, στην εισαγωγή μιας νέας επιχειρηματικής κουλτούρας που φιλοδοξεί ακόμη και να βελτιώσει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας. Οι εξελίξεις αυτές αναδείχθηκαν ανάγλυφες και κατά το πρόσφατο 10ο Επιχειρηματικό Φόρουμ Ελλάδας – Σουηδίας, που πραγματοποιήθηκε από το Ελληνοσουηδικό Επιμελητήριο σε συνεργασία με την πρεσβεία της Σουηδίας. Εταιρείες – κολοσσοί όπως η IKEA, η Volvo, η SKF, η Ericsson και η ABB δεν είναι απλώς εμπορικά σήματα, αλλά οργανισμοί με βαθιές ρίζες και μακροχρόνια κερδοφορία στη χώρα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ABB, η οποία καταγράφει κύκλο εργασιών που αγγίζει τα 200 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα, δραστηριοποιούμενη σε τομείς από τον ηλεκτρομηχανολογικό εξοπλισμό μέχρι τα συστήματα ενέργειας. «Αν αθροίσει κανείς τους τζίρους των σουηδικών πολυεθνικών που βρίσκονται στη χώρα μας, προκύπτει ένας οικονομικός γίγαντας που ανταγωνίζεται σε μέγεθος τις επενδύσεις πολύ μεγαλύτερων οικονομιών», εξηγεί μιλώντας στην «Καθημερινή» ο Γιώργος Γεωργακόπουλος, πρόεδρος του Ελληνοσουηδικού Επιμελητηρίου, αλλά και πρόεδρος και γενικός διευθυντής και Group Head of Servicing business line της Intrum Greece, θυγατρικής της Intrum, που ιδρύθηκε στη Σουηδία το 1923 και έχει πλέον παρουσία σε περισσότερες από 20 χώρες. «Το παράδοξο –και ταυτόχρονα το μάθημα για την Ελλάδα– είναι πώς μια χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων κατάφερε να δημιουργήσει τέτοιους παγκόσμιους πρωταθλητές. Η απάντηση βρίσκεται στην ανάγκη. Μη έχοντας μεγάλη εσωτερική αγορά, οι σουηδικές εταιρείες αναγκάστηκαν να γίνουν ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο από την πρώτη μέρα (born global), επενδύοντας στην καινοτομία και την εξωστρέφεια», εξηγεί. «Δεν είναι Γερμανία με 80 εκατομμύρια κόσμο, ούτε Γαλλία. Για να επιβιώσουν έπρεπε να γίνουν ηγέτες». Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, αυτό που διαφοροποιεί τις σουηδικές επενδύσεις είναι η επιχειρηματική κουλτούρα. Σε αντίθεση με άλλα μοντέλα διοίκησης που χαρακτηρίζονται από συγκεντρωτισμό, το σουηδικό μοντέλο βασίζεται στο «local management».
«Οι σουηδικές πολυεθνικές εμπιστεύονται τα τοπικά στελέχη. Δεν στέλνουν επιτηρητές από τη Στοκχόλμη, αλλά επενδύουν στο ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία (value add) εντός της χώρας υποδοχής», υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Ελληνοσουηδικού Επιμελητηρίου. Αυτή η προσέγγιση καθιστά τη Σουηδία έναν ελκυστικό εταίρο, καθώς χτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας. Η νοοτροπία αυτή, που συνδυάζει την τεχνολογική υπεροχή με έναν ανθρωποκεντρικό τρόπο εργασίας, βρίσκει γόνιμο έδαφος στην Ελλάδα, ειδικά σε μια εποχή που η χώρα αναζητεί τον εκσυγχρονισμό των δομών της.
Η Σουηδία των 10 εκατ. κατοίκων έχει παγκόσμιους πρωταθλητές. Εχοντας μικρή εσωτερική αγορά, οι σουηδικές εταιρείες αναγκάστηκαν να γίνουν ανταγωνιστικές επενδύοντας στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα πεδία συνεργασίας που αναδύεται είναι αυτό της άμυνας. Ωστόσο, η συζήτηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην απλή αγορά οπλικών συστημάτων. Η σύγχρονη άμυνα είναι συνώνυμη της τεχνολογίας. «Μιλάμε πλέον για “dual-purpose technology” – τεχνολογίες διττής χρήσης, που έχουν εφαρμογές τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στην πολιτική προστασία. Αισθητήρες, συστήματα επιτήρησης, τεχνητή νοημοσύνη (AI) και προηγμένα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα αποτελούν την αιχμή του δόρατος», τονίζει ο κ. Γεωργακόπουλος. Η Σουηδία, διαθέτοντας μια από τις πιο προηγμένες αμυντικές βιομηχανίες στον κόσμο –με ναυαρχίδα τη SAAB, αλλά και πληθώρα μικρότερων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας– προσφέρει λύσεις που ενσωματώνουν τεχνογνωσία αιχμής. Για την Ελλάδα, η συνεργασία αυτή δεν σημαίνει απλώς εισαγωγές. Σημαίνει τη δυνατότητα ένταξης ελληνικών εταιρειών στην εφοδιαστική αλυσίδα της σουηδικής αμυντικής βιομηχανίας.
Ισως όμως η μεγαλύτερη συνεισφορά που μπορεί να προσφέρει η Σουηδία στην Ελλάδα να μην είναι υλική, αλλά θεσμική. Στο επίκεντρο του σουηδικού success story βρίσκεται το μοντέλο της «τριπλής έλικας» (Triple Helix): η αρμονική και θεσμοθετημένη συνεργασία μεταξύ του κράτους (δημόσιο), του ιδιωτικού τομέα και των πανεπιστημίων. Φορέας – «κλειδί» σε αυτή τη διαδικασία είναι η Vinnova, ο κρατικός οργανισμός της Σουηδίας για την καινοτομία. Η Vinnova δεν χρηματοδοτεί απλώς την έρευνα· δημιουργεί τις γέφυρες ώστε η έρευνα να γίνει προϊόν και το προϊόν να βρει αγορά, με το κράτος να λειτουργεί ως καταλύτης. Οι φορείς που προωθούν τις ελληνοσουηδικές σχέσεις, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση και αρμόδια υπουργεία, εργάζονται ήδη για τη μεταφορά αυτής της τεχνογνωσίας.

