Αν κοιτάξει κανείς τους αριθμούς, η ελληνική οικονομία στο δεύτερο μισό της χρονιάς εμφανίζει εικόνα αξιοπρόσεκτης αντοχής, με ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2% και αντίστοιχες θετικές προοπτικές και για το πρώτο μισό του 2026. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μεταποίηση, στην αγορά εργασίας και στον τουρισμό. Δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση και στις εξαγωγές, έστω και υπηρεσιών, δείχνουμε να πηγαίνουμε εξαιρετικά καλά και αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε ήταν συχνό φαινόμενο στη σύγχρονη ελληνική οικονομική Ιστορία.
Από την άλλη, έχουμε μια εικόνα εξόχως προβληματική. Η πτώση στο λιανεμπόριο και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη σκιαγραφεί μια εικόνα πίεσης της καθημερινότητας των νοικοκυριών. Και αυτή είναι ίσως η πιο επικίνδυνη αντίθεση για μια χώρα που προσπαθεί να μείνει στο μονοπάτι της σταθερότητας.
Είναι εντυπωσιακό ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος Δεκεμβρίου ανέβηκε στις 108,4 μονάδες, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πολύ πάνω από τον ιστορικό πήχυ των 100 μονάδων. Ομως την ίδια ώρα ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης πέφτει στις 47,3 μονάδες. Πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μάλιστα παραμένει σε πτωτική τροχιά εδώ και πολλούς μήνες. Ο πληθωρισμός που έδειχνε να επιβραδύνεται σημαντικά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, ανέκαμψε εντυπωσιακά τον Νοέμβριο (από το 1,6% στο 2,9%) επιτείνοντας τη γενικευμένη αίσθηση ότι οι τιμές παραμένουν υψηλότερες συγκριτικά με τα εισοδήματα, διατηρώντας την πίεση στην κατανάλωση.
Εκεί όπου γίνεται έντονη η δυσαρμονία, είναι στο λιανεμπόριο. Οι πωλήσεις σε όγκους βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα του 2021, ενώ σε τιμές και σε τζίρο βρίσκονται 21,7% υψηλότερα. Την ίδια στιγμή η μεταποίηση συνεχίζει την ανοδική της πορεία με 11 διαδοχικά τρίμηνα βελτίωσης, ενώ ο τουρισμός αυξάνει τις εισπράξεις του κατά 7,7%. Πρόκειται για δύο τομείς που κρατούν την οικονομία σε στέρεο έδαφος και αποδίδουν υπέρμετρα περισσότερα από το μερίδιό τους. Είναι ωστόσο σαφές ότι ο πλούτος που δημιουργούν δεν κατανέμεται όπως θα αναμενόταν μέσα στην κοινωνία.
Κατόπιν όλων αυτών, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν η οικονομία «πάει καλά». Είναι σαφές ότι αυτό συμβαίνει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση θα μπορεί να συνεχίζει να μιλάει για τους ρυθμούς μεγέθυνσης και τις διεθνείς προβλέψεις. Το δικαιούται. Η οικονομία δεν είναι σε ύφεση, ούτε σε κρίση. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πολίτης θα συνεχίσει να διαπιστώνει μια σημαντική αναντιστοιχία των βελτιωμένων σε ονομαστικά επίπεδα εισοδημάτων του σε σχέση με τις κόστος ζωής του.

