Αναζητείται «αλεξίπτωτο» μετά το Ταμείο Ανάκαμψης

Αναζητείται «αλεξίπτωτο» μετά το Ταμείο Ανάκαμψης

Με επιβράδυνση της ανάπτυξης κινδυνεύει η ελληνική οικονομία όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, καθώς θα μειωθούν απότομα οι επενδυτικές δαπάνες

αναζητείται-αλεξίπτωτο-μετά-το-ταμ-563936965

Προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα του τέλους του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτυπώνει ο πολυετής δημοσιονομικός προγραμματισμός (ΠΔΠ), που θα καταθέσει την ερχόμενη εβδομάδα για πρώτη φορά η κυβέρνηση, βάσει του νέου νόμου για το δημόσιο λογιστικό, αποτυπώνοντας τους στόχους της προσεχούς 4ετίας. Από τον ρυθμό ανάπτυξης 2,4% που προβλέπει ο προϋπολογισμός του κράτους για το 2026 –τον οποίο κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης συνοδευόμενος από τον υφυπουργό Θάνο Πετραλιά την περασμένη Πέμπτη–, στον ΠΔΠ θα προβλέπεται υποχώρηση στο 1,7% το 2027 και ακόμη χαμηλότερα το 2028 και το 2029.

Σημειώνεται ότι το περυσινό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο, που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες (και είναι ανεξάρτητο από το «ελληνικό» ΠΔΠ) προέβλεπε ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% για το 2027, 1,3% για το 2028 και 0,4% για το 2029. Αλλωστε, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης τοποθετείται στην περιοχή του 1,3%.

Βεβαίως, όπως διευκρινίζουν πηγές του οικονομικού επιτελείου, οι ρυθμοί αυτοί αναμένεται να ενισχυθούν από τα επόμενα «πακέτα» ΔΕΘ. Για το 2027 προβλέπεται ήδη ένας δημοσιονομικός χώρος της τάξης των 800-900 εκατ. ευρώ, όπως αναφέρθηκε στη συνέντευξη Τύπου την Πέμπτη από τον κ. Πετραλιά και για το 2028 διαμορφώνεται χώρος 300 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με πηγές του οικονομικού επιτελείου, ανάλογο περιθώριο, 300 εκατ. ευρώ, υπάρχει και για το 2029. Εν τω μεταξύ, ενδεχόμενη καλύτερη επίδοση από τον στόχο στον φετινό και στους επόμενους προϋπολογισμούς, μπορεί να δημιουργήσει περιθώριο μεγαλύτερων παροχών, εφόσον προέρχεται από χαμηλότερες δαπάνες ή υψηλότερα, μόνιμου χαρακτήρα, έσοδα. Αυτό θα επιβεβαιώνεται κάθε χρόνο τον Απρίλιο, από τα στοιχεία της Eurostat.

Oι παροχές, όμως, μετρούν στην ενίσχυση της ανάπτυξης στον βαθμό που ενισχύουν την κατανάλωση και η χώρα έχει ήδη μεγάλο ποσοστό συμμετοχής της κατανάλωσης στο ΑΕΠ της (71% έναντι 53%). Αυτό που χρειάζεται περισσότερο είναι αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων και μάλιστα παραγωγικών. Οι επενδύσεις, όμως, μοιραία θα μειωθούν με το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. «Επενδυτικές δαπάνες 7,192 δισ. ευρώ του 2026 δεν θα υπάρχουν το 2027», σχολιάζει πηγή του οικονομικού επιτελείου.

Στην πραγματικότητα, η χώρα αναζητεί ένα «αλεξίπτωτο» για να συγκρατήσει την «κατακρήμνιση» του ΑΕΠ της, το γνωστό cliff effect, τα δύο κρίσιμα χρόνια μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή το 2027 και το 2028.

Τα δύο κρίσιμα χρόνια είναι μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή το 2027 και το 2028. Στη συνέχεια θα δώσει ώθηση το νέο ΕΣΠΑ.

Στη συνέχεια, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές του οικονομικού επιτελείου, θα δώσει πρόσθετη βοήθεια το νέο ΕΣΠΑ, που θα ξεκινήσει τότε. Αλλά για τα δύο αυτά χρόνια πρέπει να αυξηθεί το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, για να εξισορροπήσει κάπως την απώλεια των πόρων του ΤΑΑ. Κάτι που σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός χώρος δεν πρέπει να διοχετευθεί όλος σε παροχές, αλλά και σε επενδύσεις. Μια δύσκολη απόφαση στο προεκλογικό 2026 και στο εκλογικό 2027.

Εν τω μεταξύ, στοίχημα αποτελεί ήδη η πλήρης απορρόφηση των 7,192 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026, στην οποία βασίζεται η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2% (έναντι 5,7% φέτος) και για ρυθμό ανάπτυξης 2,4% (από 2,2% φέτος). Οι πηγές του οικονομικού επιτελείου εκτιμούν ότι μετά την αναθεώρηση του προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης ο στόχος αυτός είναι πιο προσιτός, αλλά και πάλι η αύξηση των δαπανών του από 4,900 δισ. φέτος σε 7,192 δισ. ευρώ το 2026, καθώς και του συνολικού προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από 14,600 σε 16,692 δισ. ευρώ δείχνει φιλόδοξη.

Συντηρητικές είναι, εξάλλου, οι προβλέψεις του ΠΔΠ και για τις δαπάνες το 2027 και το 2028, προβλέποντας ρυθμούς αύξησης 2,9% και 2,7% αντιστοίχως, μετά την εντυπωσιακή αύξηση 5,7% φέτος, κάτι που συνάδει με τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Πρόκειται για τις καθαρές, εθνικά χρηματοδοτούμενες πρωτογενείς δαπάνες, που δεσμεύονται από τα συμφωνημένα με την Κομισιόν όρια αύξησης.

Οι ρυθμοί με τους οποίους θα «τρέξει» η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια θα κρίνουν και τη σύγκλιση με την Ε.Ε. Τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε το οικονομικό επιτελείο κατά την παρουσίαση του προϋπολογισμού, υπήρξε πράγματι κάποια σύγκλιση. Το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές στην Ελλάδα προβλέπεται να έχει αυξηθεί κατά 13,6% την περίοδο 2019-2026, έναντι 7,6% στην Ευρωζώνη και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 15,7%, έναντι 5,3% στην Ευρωζώνη. Αυτή η σύγκλιση προκύπτει καθώς τα προηγούμενα χρόνια, μετά την COVID, η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 2,1%-2,4%, ενώ η Ευρωζώνη 0,4%-1,2%. Αν οι ελληνικοί ρυθμοί επιβραδυνθούν στο 1,5%, είναι προφανές ότι η σύγκλιση θα καθυστερήσει. Οι επενδύσεις θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην όποια εξέλιξη. Η προβλεπόμενη εντυπωσιακή αύξηση του 2026 κατά 10,2% (εφόσον επιβεβαιωθεί) θα ανεβάσει τις επενδύσεις στο 17,7% του ΑΕΠ, πλησιάζοντας –αλλά όχι φτάνοντας– τον μέσο όρο της Ε.Ε. 21%. Την επόμενη χρονιά, όμως, ο δείκτης θα επιστρέψει κατά πάσα πιθανότητα σε χαμηλότερο επίπεδο.

Ο ΠΔΠ θα προβλέπει, επίσης, μείωση του δημοσίου χρέους από 138,2% του ΑΕΠ στο 131,7% το 2027, 124,6% το 2028 και 119% το 2029.

Ανεβάζει ταχύτητα, αλλά υστερεί ακόμη η βιομηχανία

Την τρίτη μεγαλύτερη αύξηση βιομηχανικής παραγωγής σε ετήσια βάση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. είχε η Ελλάδα τον Σεπτέμβριο με 7,1%, έναντι μέσου όρου της Ε.Ε. 2% και της Ευρωζώνης 1,2%, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα.

Αν και είχε προηγηθεί μια μάλλον μέτρια χρονιά, η μεταποίηση συνεχίζει να δείχνει σημάδια αντοχής, βελτιώνοντας σταδιακά τη θέση της μεταξύ των επιμέρους κλάδων της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Σε σύγκριση με το 2021, ο δείκτης παραγωγής είναι συστηματικά υψηλότερος όλη τη χρονιά, ενώ στην Ευρωζώνη είναι στα επίπεδα του 2021 ή και χαμηλότερος, σύμφωνα πάντα με τη Eurostat.

Αναζητείται «αλεξίπτωτο» μετά το Ταμείο Ανάκαμψης-1
Οι εξαγωγές της ελληνικής βιομηχανίας έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2016.

Είναι μια εξέλιξη επιθυμητή για πολλούς λόγους: η ενίσχυση της μεταποίησης είναι το απαραίτητο βήμα προκειμένου να διαφοροποιήσει η Ελλάδα το παραγωγικό της μοντέλο, από το σημερινό που στηρίζεται στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες, σ’ ένα άλλο υψηλής τεχνολογίας, εξωστρέφειας και βελτιωμένων αμοιβών. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι στη μεταποίηση η παραγωγικότητα εργασίας είναι υψηλότερη, σε σύγκριση με την υπόλοιπη οικονομία και η χαμηλή παραγωγικότητα είναι ίσως το πιο αδύναμο στοιχείο της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είπε, σε πρόσφατη ημερίδα για τη μεταποίηση, ότι ο κλάδος μπορεί να καταστεί κινητήριος μοχλός ανάπτυξης, απασχόλησης και τεχνολογικής αναβάθμισης.

Ωστόσο, η απόσταση που χρειάζεται ακόμη να καλυφθεί για να αγγίξει η ελληνική μεταποίηση τις ευρωπαϊκές επιδόσεις είναι μεγάλη. Τα παρακάτω στοιχεία είναι ενδεικτικά:

• Σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα, είναι μεν υψηλότερη από την υπόλοιπη οικονομία, αλλά υστερεί σε σύγκριση με την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ενώ στο σύνολο της οικονομίας η παραγωγικότητα της εργασίας είναι στο 53,9% του μέσου όρου της Ε.Ε., στη μεταποίηση είναι στο 63,4%. Υψηλότερα μεν από τους άλλους κλάδους, αλλά και πάλι 36,6% χαμηλότερα από την Ευρώπη.

Η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας έχει φτάσει στο 9,1%, όταν κατά μέσον όρο στην Ε.Ε. είναι στο 15%.

• Η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ έχει ανέβει σταδιακά στο 9,1% το 2022 από 7,8% το 2019, αλλά ακόμη απέχει από το 15,1% όπου βρίσκεται το αντίστοιχο μέγεθος στην Ε.Ε. Για την ακρίβεια, στο μέγεθος αυτό η Ελλάδα κατέχει την 4η θέση από το τέλος, με χαμηλότερη συμμετοχή να έχουν μόνο η Κύπρος, η Μάλτα και το Λουξεμβούργο. Στην πρώτη θέση είναι η Ιρλανδία, με τη συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ στο 38%. Ο στόχος από το σχέδιο δράσης για τη βιομηχανία είναι έως το 2030 η Ελλάδα να φτάσει στον μέσο όρο της Ε.Ε., στο 15%, ή τουλάχιστον στο 12%, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές του κλάδου. Το 9,1%, πάντως, είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2008, όταν ήταν στο 8,3%. Στην Ευρώπη την ίδια περίοδο κυμαίνεται στο 13,9%-15,4%.

• Η απασχόληση έχει αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας τα 418.000 άτομα το 2024 από 325.000 το 2013, αλλά είναι χαμηλότερη από τα προ κρίσης επίπεδα, όταν βρισκόταν στους 545.000 εργαζομένους. Πάντως, το μερίδιό της βρίσκεται στο 8% της συνολικής απασχόλησης, σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ – το τρίτο μεγαλύτερο μετά το εμπόριο και τη γεωργία.

• Οι εξαγωγές της βιομηχανίας σημείωσαν επίσης σημαντική αύξηση. Για την ακρίβεια υπερδιπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2016. Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέβηκαν από 4,9% το 2009 στο 7% το 2016 και στο 14,1% το 2023. Ωστόσο, η σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι και πάλι καταλυτική εις βάρος της Ελλάδας. Στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, οι εξαγωγές της μεταποίησης αγγίζουν το 40% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία το 30% του ΑΕΠ. Για το 2024 ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή προβλέπει αύξηση εξαγωγών αγαθών κατά 0,8%.

Καταλυτική είναι η σύγκριση με την Ε.Ε. και στο θέμα του ενεργειακού κόστους: Σύμφωνα με τα στοιχεία, η δαπάνη για προϊόντα ενέργειας στη μεταποίηση είναι στην Ελλάδα η τρίτη υψηλότερη στην Ε.Ε. (16,1% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της έναντι 5,3% μέσου όρου στην Ε.Ε.).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT