Η κατάσταση στο ελληνικό σύστημα υγείας μοιάζει με τη γνώριμη εικόνα στους διαδρόμους των νοσοκομείων. Φωτεινή, αλλά με επίμονες σκιές, και στην πράξη η φράση «η υγεία πάνω απ’ όλα» μετατρέπεται σε ένα προνόμιο για όσους αντέχουν: το κόστος, τις αποστάσεις, τις ουρές και τα τηλεφωνήματα για «ένα ραντεβού όσο γίνεται νωρίτερα».
Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ φωτίζουν με σκληρό τρόπο τις αδυναμίες συνολικά του ελληνικού συστήματος υγείας –όχι μόνο του δημόσιου– που ναι μεν καταφέρνει, παρά τις περιορισμένες δαπάνες, να πετυχαίνει αξιοπρεπείς δείκτες μακροζωίας, αλλά την ίδια στιγμή δυσκολεύεται να προσφέρει στους πολίτες ουσιαστική, δίκαιη και εύκολη πρόσβαση στις υπηρεσίες του.
Η ικανοποίηση των πολιτών είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό «καμπανάκι», καθώς στην Ελλάδα λιγότεροι από τους μισούς πολίτες δηλώνουν ικανοποιημένοι με τη διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στον τόπο τους, έναντι 64% που είναι ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ. Με βάση τα ποιοτικά στοιχεία που αναλύονται στην έκθεση δεν πρόκειται απλώς για γκρίνια. Η χώρα μας συγκαταλέγεται στην ίδια ζώνη «δυσφορίας» με την Τουρκία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Χιλή και την Κολομβία, δηλαδή πολύ πιο κοντά στο κλαμπ των «απογοητευμένων» παρά σε εκείνο των «ευτυχισμένων» Ελβετών και Λουξεμβούργιων.
Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας, δηλαδή αυτές που δεν ικανοποιούνται λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνων αναμονής, είναι ίσως η πιο σκληρή έκφραση αυτής της πραγματικότητας. Πάνω από το 12% του πληθυσμού στη χώρα μας –δηλαδή πάνω από ένας στους δέκα– δηλώνουν ότι δεν έλαβαν την ιατρική φροντίδα που χρειάζονταν, όταν στις 28 χώρες του ΟΟΣΑ για τις οποίες υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 3,4%.
«Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ αναδεικνύει διαχρονικές παθογένειες και ιδιαιτερότητες του συστήματος υγείας στη χώρα μας», επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας και κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης.
Για παράδειγμα, η νοσοκομειοκεντρική αντίληψη, η οποία χαρακτηρίζει το σύστημά μας από την αρχή της συγκρότησής του και αντανακλάται και στην κατανομή των οικονομικών και υγειονομικών πόρων, είναι αναγκαίο να μετεξελιχθεί σε μια λογική εστίασης στη δημόσια υγεία, στην πρόληψη και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση των δαπανών, η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο όπου:
1. Τα ελληνικά νοικοκυριά αναλαμβάνουν δυσανάλογο οικονομικό βάρος, πληρώνοντας πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών υγείας από την τσέπη τους μέσω άμεσων πληρωμών, όταν στις χώρες του ΟΟΣΑ οι άμεσες πληρωμές των νοικοκυριών (out-of-pocket) χρηματοδοτούν λιγότερο από το ένα πέμπτο της συνολικής δαπάνης υγείας.
Τα ελληνικά νοικοκυριά αναλαμβάνουν δυσανάλογο οικονομικό βάρος, πληρώνοντας πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών υγείας από την τσέπη τους.
2. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, περίπου το 75% όλων των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης καλύπτεται (στοιχεία 2023) από κρατικά ή υποχρεωτικά ασφαλιστικά προγράμματα υγείας. Ωστόσο, στη Χιλή, τη Λετονία, την Κορέα, την Ελλάδα και την Πορτογαλία περίπου μόνο το 60% όλων των δαπανών για την υγεία καλύφθηκε από δημόσια επιβεβλημένα προγράμματα.
3. Το σύστημα δίνει δυσανάλογο βάρος στη νοσοκομειακή περίθαλψη, εις βάρος της εξωνοσοκομειακής φροντίδας, που είναι η ραχοκοκαλιά κάθε σύγχρονου συστήματος που επιθυμεί να προλάβει, αντί να θεραπεύει καθυστερημένα. Ετσι στην Ελλάδα πάνω από το 40% του συνολικού προϋπολογισμού υγείας –πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (28%)– κατευθύνεται στις υπηρεσίες εσωτερικών ασθενών, δηλαδή στις εσωτερικές νοσηλείες. Σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία, το Ισραήλ ή η Εσθονία, όπου οι εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν το 45% των δαπανών, η χώρα μας επιμένει σε ένα παρωχημένο μοντέλο όπου ο ασθενής «υπάρχει» κυρίως όταν μπαίνει στο νοσοκομείο.
4. Το σύστημα είναι εξαρτημένο από τις πολυήμερες νοσηλείες αδυνατώντας να υιοθετήσει σύγχρονες πρακτικές όπως οι αυθημερόν χειρουργικές επεμβάσεις (day surgery), που εξοικονομούν πόρους και μειώνουν τις λίστες αναμονής. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η εσωτερική νοσηλεία έχει ασυνήθιστα υψηλό μερίδιο και στις άμεσες πληρωμές, απορροφώντας περίπου το 34% των out-of-pocket δαπανών και αντικατοπτρίζει την υψηλή συμμετοχή των ιδιωτικών νοσοκομειακών υπηρεσιών.
Το σύστημα είναι εξαρτημένο από τις πολυήμερες νοσηλείες, αδυνατώντας να υιοθετήσει σύγχρονες πρακτικές, όπως οι αυθημερόν χειρουργικές επεμβάσεις.
Να σημειωθεί ότι η πρακτική του «One Day Surgery» (χειρουργική μιας ημέρας), όπου ο ασθενής χειρουργείται με γενική αναισθησία και επιστρέφει σπίτι του την ίδια ημέρα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη διεθνώς.
Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες την αξιοποιούν εκτεταμένα, χάρη στην τεράστια εξέλιξη των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών και των σύγχρονων αναισθητικών πρωτοκόλλων. Ο λόγος που οι Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας (ΜΗΝ) είναι φθηνότερες είναι ότι δεν περιλαμβάνουν το κόστος της διανυκτέρευσης και έτσι ο πολίτης πληρώνει μικρότερη συμμετοχή (είτε ιδιωτικά είτε μέσω ασφάλισης). Κόντρα στη γενικότερη αυτή τάση σε πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, που ρυθμίζονται μεταξύ άλλων οι όροι και οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας δημόσιων και ιδιωτικών Μονάδων Ημερήσιας Νοσηλείας, προστέθηκε τελευταία στιγμή διάταξη που εξαιρεί τις περιφέρειες Αττικής και Θεσσαλονίκης. Η εξαίρεση αυτή διαφοροποιεί ουσιαστικά τη λειτουργία των ιδιωτικών ΜΗΝ στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας, εκεί δηλαδή που «πονάει» το σύστημα.
Ο κ. Σουλιώτης υπογραμμίζει την ανάγκη «να μετεξελιχθεί η νοσοκομειοκεντρική αντίληψη, η οποία αντανακλάται και στην κατανομή των οικονομικών και υγειονομικών πόρων, σε μία λογική εστίασης στη δημόσια υγεία, στην πρόληψη και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας». Αυτή τη λογική υπηρετούν, όπως σημειώνει μεταξύ άλλων, «τόσο το εθνικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου “Προλαμβάνω”, όσο και οι παρεμβάσεις για τον προσωπικό ιατρό και τις Κινητές Ομάδες Υγείας (ΚΟΜΥ). Αντίστοιχα, η αξιοποίηση των δομών που προσφέρουν υπηρεσίες ημερήσιας νοσηλείας, αφενός, ακολουθεί τη σχετική διεθνή εμπειρία και πρακτική και, αφετέρου, αναμένεται να ωφελήσει το σύστημα υγείας σε οικονομικούς όρους και σε όρους διαθεσιμότητας κλινών για όσους τις έχουν πραγματικά ανάγκη».
5. Η τρίτη μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών υγείας είναι τα ιατρικά προϊόντα. Οι διαφορές στις τιμές για διεθνή προϊόντα, όπως τα φαρμακευτικά τείνουν να παρουσιάζουν μικρότερη διακύμανση μεταξύ των χωρών από ό,τι για τις τοπικά παραγόμενες υπηρεσίες. Ως αποτέλεσμα, οι δαπάνες για ιατρικά είδη σε χώρες με χαμηλότερα εισοδήματα συχνά αντιπροσωπεύουν ένα υψηλότερο μερίδιο των δαπανών για την υγεία σε σχέση με τις υπηρεσίες. Για παράδειγμα, το 2023, οι δαπάνες για ιατρικά είδη αντιπροσώπευαν περίπου το 30% όλων των δαπανών για την υγεία στη Σλοβακία και την Ελλάδα. Αντιθέτως, αυτά τα μερίδια ήταν πολύ χαμηλότερα στη Νορβηγία, στην Ολλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντιπροσωπεύοντας μόνο το ένα δέκατο των δαπανών για την υγεία.
6. Η γεωγραφία αποτελεί ακόμη ένα εμπόδιο στην πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας στη χώρα μας, η οποία καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού με ανεκπλήρωτες ανάγκες λόγω απόστασης μεταξύ 28 χωρών του ΟΟΣΑ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η γεωγραφία δεν αποτελεί μόνο μια δομική ιδιαιτερότητα, καθώς, όπως διαπιστώνεται στην έκθεση, ακόμη και για αυτούς που ζουν στις πόλεις το 15% δεν έχει κοντινή πρόσβαση σε νοσοκομείο. Το στοιχείο αυτό λειτουργεί συνδυαστικά με τα ανεπαρκή δίκτυα πρωτοβάθμιας φροντίδας και διαμορφώνει το ελληνικό μοντέλο που χαρακτηρίζεται από πολλά φάρμακα, πολύ νοσοκομείο, λίγη πρωτοβάθμια φροντίδα και πολλά χρήματα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

