Απώλεια παραγωγής ακόμη και κατά 50%, παράνομες «ελληνοποιήσεις» σε αιγοπρόβατα αλλά και… μήλα, κατακερματισμένος κλήρος, γηρασμένος αγροτικός πληθυσμός, ανεπαρκείς συνεταιρισμοί, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Εάν με κάποιον τρόπο αυτό ήταν εφικτό, είναι μάλλον τα παραπάνω στοιχεία που θα έπρεπε να αναγράφονται στα ταμπελάκια των νωπών προϊόντων για την πορεία διαμόρφωσης της τιμής τους, για να θυμηθούμε και την πολυσυζητημένη ρύθμιση που προωθεί το υπουργείο Ανάπτυξης. Κι αυτό διότι σε μεγάλο βαθμό αποτελούν τις βασικές αιτίες για το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε χάσει όχι μόνο τη μάχη με το ράφι, αλλά και τη μάχη με το χωράφι (και τον στάβλο), με συνέπεια και οι καταναλωτές να πληρώνουν ολοένα και πιο ακριβά τα φρούτα, τα λαχανικά και το κρέας, και οι παραγωγοί, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, να διαμαρτύρονται για περιορισμένα εισοδήματα.
Κατ’ αρχάς η μείωση της παραγωγής σε ορισμένα κρίσιμα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές για να καλύψει τις ανάγκες την καθιστούν ευάλωτη σε όποιες διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας υπάρχουν εκτός συνόρων, είτε πρόκειται για πολεμικές συρράξεις είτε για ακραία καιρικά φαινόμενα. Τα τελευταία μάλιστα αναμένεται να είναι όλο και πιο συχνά εξαιτίας της κλιματικής κρίσης. Ετσι το 2022, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη αφενός με το ενδεχόμενο ελλείψεων σε αλεύρι –με τα σούπερ μάρκετ να βάζουν τότε πλαφόν στην ποσότητα που μπορούσε να αγοράσει ένας καταναλωτής– και αφετέρου με μεγάλες ανατιμήσεις. Υπενθυμίζεται ότι προ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ οι καλλιέργειες μαλακού σίτου (πρόκειται για το σιτάρι από το οποίο παράγεται το αλεύρι για ψωμί) υπερίσχυαν αυτών του σκληρού σίτου (χρησιμοποιείται για την παραγωγή σιμιγδαλιού που προορίζεται για τη βιομηχανία ζυμαρικών). Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σιταριού παράγοντας 2.274.250 τόνους και 2.290.500 στρέμματα σκληρού σιταριού παράγοντας 657.049 τόνους. Το 2021 καλλιεργήθηκαν στη χώρα 971.090 στρέμματα με μαλακό σιτάρι και παρήχθησαν 278.031 τόνοι, την ώρα που οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς σε μαλακό σιτάρι ξεπερνούν το 1,3 εκατ. τόνους ετησίως. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι έχουμε την ίδια ώρα αρκετό σιμιγδάλι για την παραγωγή ζυμαρικών, καθώς οι καλλιέργειες σκληρού σιταριού έφθασαν στα 2,7 εκατ. στρέμματα και η παραγωγή τους στους 780.000 τόνους.
Τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο βρίσκεται η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος, καθώς καταγράφεται αύξησή της μέσα σε ένα χρόνο της τάξης του 50%, με τα καλά κομμάτια να φθάνουν να πωλούνται στα συνοικιακά κρεοπωλεία ακόμη και προς 20 ευρώ/κιλό. Αν και ποτέ η Ελλάδα δεν ήταν αυτάρκης στο μοσχαρίσιο κρέας, σίγουρα είχε πολύ μικρότερη εξάρτηση τις προηγούμενες δεκαετίες. Το 1980 η αυτάρκειά της σε μοσχαρίσιο κρέας έφθανε στο 52% λόγω και της μεγαλύτερης παραγωγή, αλλά και της χαμηλότερης εγχώριας κατανάλωσης. Μόνο μέσα στην τελευταία δεκαετία η παραγωγή μοσχαρίσιου κρέατος έχει υποχωρήσει κατά 30%, σε 32.400 τόνους από περίπου 46.000 τόνους το 2014. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η Ελλάδα εισήγαγε το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2025 περίπου 88.000 τόνους μοσχαρίσιου κρέατος, αλλά και ζωντανά βοοειδή συνολικής ποσότητας άνω των 9.000 τόνων, ενώ το 2024 εισήγαγε περί τους 117.500 τόνους νωπού και κατεψυγμένου βόειου κρέατος κυρίως από τη Γαλλία και δευτερευόντως από τη Γερμανία και την Ολλανδία.
Είναι, όμως, μόνο η μείωση της παραγωγής και η μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές το πρόβλημα; Προφανώς όχι, διότι τότε δεν θα εμφανίζονταν ανατιμήσεις σε διψήφιο ποσοστό και μάλιστα σχεδόν σε μόνιμη βάση σε λαχανικά και φρούτα που παράγονται στην Ελλάδα, και δη την περίοδο που αυτά βρίσκονται σε επάρκεια, είναι δηλαδή η εποχή τους κατά το κοινώς λεγόμενο.
Η Ελλάδα εισήγαγε το 2024 περί τους 117.500 τόνους νωπού και κατεψυγμένου βόειου κρέατος κυρίως από τη Γαλλία και δευτερευόντως από Γερμανία και Ολλανδία.
Το 2024 το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας σε φρούτα και λαχανικά, νωπά και κατεψυγμένα, ήταν πλεονασματικό, με τις εξαγωγές σε αξία να ξεπερνούν το 1,6 δισ. ευρώ και σε ποσότητα το 1,5 εκατ. τόνους. Οι εισαγωγές την ίδια χρονιά διαμορφώθηκαν σε αξία σε περίπου 804 εκατ. ευρώ και σε όγκο στους 795.000 τόνους. Στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2025 το εμπορικό ισοζύγιο φρούτων – λαχανικών ήταν επίσης πλεονασματικό, με τις εισαγωγές, πάντως, να εμφανίζονται αυξημένες κατά 123% σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν, κάτι που σχετίζεται με τη μείωση της παραγωγής αλλά και την αύξηση της ζήτησης που προκαλεί ο τουρισμός.
Το να εισάγουμε μπανάνες, ανανάδες και μάνγκο είναι λογικό και αναμενόμενο. Ομως η εγχώρια αγορά κατακλύζεται επίσης, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit Hellas, από πατάτες Αιγύπτου, κρεμμύδια Αυστρίας, ντομάτες Τουρκίας (κυρίως), αλλά και Γερμανίας, Ολλανδίας και Πολωνίας, πορτοκάλια Αιγύπτου, μήλα Βόρειας Μακεδονίας και πιπεριές Ισραήλ. Τα προϊόντα αυτά συχνά έχουν χαμηλότερη χονδρική τιμή από τα αντίστοιχα ελληνικά, αλλά διά της «ελληνοποίησης» αποκτούν και την «κατάλληλη» υψηλότερη τιμή, φθάνοντας ακριβότερα στον καταναλωτή. Από την άλλη, σημαντικό μέρος της εγχώριας παραγωγής πωλείται στο εξωτερικό, καθώς εκεί οι παραγωγοί και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις πετυχαίνουν υψηλότερες τιμές, και καλύτερους όρους πληρωμών σε σύγκριση με το μεγαλύτερο τμήμα του εγχώριου οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, με τις δύο παραπάνω συνθήκες να δημιουργούν στην πραγματικότητα ένα μεγάλο παράδοξο.
Η αγορά κατακλύζεται από πατάτες Αιγύπτου, κρεμμύδια Αυστρίας, ντομάτες Τουρκίας αλλά και Γερμανίας, πορτοκάλια Αιγύπτου και μήλα Βόρειας Μακεδονίας.
Δεν λείπουν επίσης και οι πρακτικές εκείνες που επιτυγχάνουν ταυτόχρονα να θίξουν συμφέροντα καταναλωτών και παραγωγών: η εισαγωγή και επανεξαγωγή φρούτων και λαχανικών τα οποία έχουν «ελληνοποιηθεί», προϊόντα που συχνά δεν πληρούν τις απαιτούμενες φυτοϋγειονομικές προδιαγραφές και πλήττουν έτσι τη φήμη της ελληνικής παραγωγής.
Μικρός κλήρος, 65άρηδες αγρότες, ανεπαρκής εκπαίδευση
Μικρός κατακερματισμένος κλήρος, γηρασμένος πληθυσμός αγροτών, έλλειψη επενδύσεων και υποδομών, ανεπαρκής εκπαίδευση και κατάρτιση συνθέτουν το προφίλ της ελληνικής γεωργίας και αποτελούν συνάμα τις κύριες αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητάς της. Το 2024 η παραγωγικότητα εργασίας στη γεωργία υποχώρησε κατά 3,5 μονάδες στην Ελλάδα, με τη χώρα να κατατάσσεται στην 23η θέση μεταξύ των «27».
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat (σ.σ. αφορούν το έτος 2020), σχεδόν τέσσερις στους δέκα επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι λεγόμενοι νέοι αγρότες (ηλικίας κάτω των 40 ετών) είναι μόλις το 7,2% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων ηλικίας άνω των 65 ετών είναι 33,2%, ενώ οι νέοι αγρότες αποτελούν το 11,9%.
Το 2024 η παραγωγικότητα εργασίας στη γεωργία υποχώρησε κατά 3,5 μονάδες στην Ελλάδα, με τη χώρα να κατατάσσεται στην 23η θέση μεταξύ των «27» της Ε.Ε.
Το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του γεωργικού τομέα στην Ελλάδα είναι ο μικρός κλήρος, χαρακτηριστικό που, ελλείψει του απαιτούμενου εκσυγχρονισμού, αποτελεί στην πραγματικότητα μία από τις κύριες αιτίες υστέρησης του τομέα. Το 74,05% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα –σχεδόν δηλαδή τρεις στις τέσσερις– είναι κάτω από 50 στρέμματα, ενώ το μέσο μέγεθος αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέμματα. Από 50 έως 99 στρέμματα είναι το 13,39% των εκμεταλλεύσεων, ενώ από 100 έως 199 στρέμματα είναι το περίπου 7% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μη οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα, οι οποίες αποτελούν ισχνή μειοψηφία, μόλις 2% του συνόλου, έχουν υπερδιπλάσιο μέγεθος από τις οικογενειακές: το μέσο μέγεθός τους είναι 120 στρέμματα, ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων 50 στρέμματα. Η πολύ μικρή μέση έκταση δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των αυξανόμενων οικονομιών κλίμακας που προκύπτουν από την αύξηση του σταθερού κόστους, κάτι που καθίσταται ακόμη πιο έντονο τα τελευταία χρόνια όταν λόγω έκτακτων συνθηκών (πόλεμος στην Ουκρανία) αυξήθηκαν οι τιμές σε μια σειρά εισροών, από την ενέργεια μέχρι τις ζωοτροφές και τα λιπάσματα.
Μόλις το 0,7% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχε πλήρη αγροτική κατάρτιση, υπό την έννοια ότι μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση παρακολούθησαν πρόγραμμα κατάρτισης τουλάχιστον δύο ετών και πραγματοποίησαν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε αντικείμενο σχετικό με τον πρωτογενή τομέα. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό που συναντάται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με την Ελλάδα να μοιράζεται με τη Ρουμανία αυτή την τελευταία, καθόλου τιμητική θέση. Σε σχέση με το 2010 το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων που έχουν πλήρη κατάρτιση έχει σχεδόν διπλασιαστεί (ήταν μόλις 0,32%), όμως και πάλι παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Σε επίπεδο Ε.Ε. είναι επίσης πολύ χαμηλό, μόλις ένας στους δέκα, υπάρχουν όμως και χώρες-μέλη της Ε.Ε. όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλά, όπως η Ολλανδία (62,8%) και η Γαλλία (38,4%). Στις άλλες μεσογειακές χώρες είναι χαμηλό, αλλά πολλαπλάσιο σε σύγκριση με το ποσοστό στην Ελλάδα (6,78% στην Ιταλία, 4,08% στην Ισπανία). Το 72,30% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα έχει μόνο πρακτική εμπειρία, χρήσιμη αναμφίβολα, αλλά όχι ικανή και επαρκή για την άσκηση της αγροτικής δραστηριότητας, όπως αυτή εξελίσσεται σήμερα.

