Η παραίτηση του Γρηγόρη Σκλήκα από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου των Ελληνικών Ταχυδρομείων στις αρχές της εβδομάδας σηματοδοτεί μία ακόμη κρίση στη διοίκηση του δημόσιου οργανισμού. Δεν είναι εξάλλου η πρώτη. Και ο προκάτοχός του, Γιώργος Κωνσταντόπουλος, είχε παραιτηθεί το 2022 για λόγους ευθιξίας, μετά την υπόθεση Πάτση. Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η δημόσια εταιρεία είναι η ασυνέχεια στις διοικήσεις, ένα γνώριμο χαρακτηριστικό του κρατικού μηχανισμού. Οταν οι επικεφαλής αποχωρούν, ρίχνουν πίσω τους «μαύρη πέτρα».
Συνήθως η νέα ηγεσία δεν λαμβάνει καμιά συστηματική ενημέρωση για τα πεπραγμένα και τις κρίσιμες πτυχές της επιχειρησιακής λειτουργίας, με αποτέλεσμα η οργάνωση να ξεκινάει κάθε φορά από μηδενική βάση. Αυτό το είχε επισημάνει δημόσια και ο κ. Σκλήκας πριν από περίπου ένα χρόνο, καθώς ήταν και μια από τις βασικές παθογένειες που είχε εντοπίσει και η Deloitte. Η ελεγκτική εταιρεία, το 2022, ανέλαβε το δύσκολο έργο του ενδελεχούς ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων του οργανισμού, με στόχο να εντοπιστούν τα «κακώς κείμενα» της διαχείρισης. Μάλιστα, κλήθηκε να ανατρέξει σχεδόν δύο δεκαετίες πίσω, φθάνοντας μέχρι το 2007. Πάντως, τα πορίσματα της συγκεκριμένης έρευνας, η οποία ολοκληρώθηκε το 2024, δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Κρατούνται καλά φυλαγμένα σε κάποιο συρτάρι, ωστόσο έχουν περιέλθει είς γνώσιν του βασικού μετόχου, που είναι το Υπερταμείο και κατά συνέπεια το Δημόσιο.
Πέραν της επεισοδιακής αποχώρησής του, υπό το βάρος της αιφνιδιαστικής απόφασης για το κλείσιμο 204 ταχυδρομείων, η θητεία του κ. Σκλήκα είχε και άλλους σταθμούς. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν συγκεντρωτικό, σε βαθμό που σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζε την αλαζονεία. Ο ίδιος, ωστόσο, έδειχνε αποφασισμένος να βάλει τάξη στον οργανισμό και να τον οδηγήσει προς την επόμενη μέρα με ένα πιο σύγχρονο πρόσωπο. Οταν ρωτήθηκε από ανώτερα κυβερνητικά στελέχη για την απόφαση να κλείσουν μαζικά τα καταστήματα χωρίς καμία προειδοποίηση, φέρεται να απάντησε ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να γίνουν τα κλεισίματα. Η δήλωση αποκαλύπτει τον τρόπο σκέψης του, ακόμη κι αν η μέθοδος φάνηκε σκληρή.
Η μετακόμιση
Στο επίκεντρο της κριτικής βρέθηκε πρόσφατα και η απόφαση να μεταφερθούν τα κεντρικά γραφεία των ΕΛΤΑ σε σύγχρονο κτίριο στα Κάτω Πατήσια, με μηνιαίο μίσθωμα 180.000 ευρώ. Πρόκειται για το ακίνητο στη συμβολή της λεωφόρου Ιωνίας 200 με την οδό Ιακωβάτων 61, όπου παλαιότερα στεγαζόταν η Ελληνική Εταιρεία Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ). Το 2024 το κτίριο ανακαινίστηκε και μετατράπηκε σε έναν πράσινο, σύγχρονο χώρο γραφείων από την Dimand. Η είδηση της μετακόμισης δεν είχε περάσει απαρατήρητη από μερίδα των εργαζομένων, καθώς θεωρήθηκε από ορισμένους αχρείαστη και ένα έξοδο πολυτελείας για έναν οργανισμό, που την ίδια ώρα παλεύει να επιβιώσει έχοντας προτάξει τη λιτότητα και τον περιορισμό των εξόδων, ενώ σύμφωνα με συνδικαλιστικές πηγές πριν από μερικά χρόνια ένα μεγάλο μέρος των υπηρεσιών είχε εγκατασταθεί σε ιδιόκτητο κτίριο στην Καισαριανή, στο οποίο είχαν γίνει εργασίες ανακαίνισης. Από την άλλη, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Σκλήκας φέρεται να υποστηρίζει ότι με τη μεταφορά των γραφείων εξοικονομείται το ποσό των 200.000 ευρώ τον χρόνο σε σχέση με το παλαιό μοντέλο λειτουργίας, κατανεμημένο σε πέντε διαφορετικά κτίρια, τα οποία είχε υψηλά κόστη συντήρησης και ενέργειας, ενώ οι εγκαταστάσεις παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα υγιεινής και ασφάλειας, αποτέλεσμα τριακονταετούς φθοράς και έλλειψης επενδύσεων.
Οι εξωτερικοί συνεργάτες
Πέραν όλων αυτών, το ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσον το σχέδιο αναδιάρθρωσης των ΕΛΤΑ, που προβλέπει τη μείωση του αριθμού καταστημάτων και τη μεταφορά σημαντικού μέρους της διανομής και του δικτύου σε ιδιώτες, μπορεί πράγματι να αποδώσει. Ηδη, στην Αττική, από τα δέκα δίκτυα διανομής που έκλεισαν το τελευταίο διάστημα, τα τρία έχουν ανατεθεί σε ιδιώτες, οι οποίοι μάλιστα χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό των ΕΛΤΑ για την εκτέλεση του έργου. Η απορία είναι εύλογη, αν αναλογιστεί κανείς το παράδειγμα του πρόσφατου παρελθόντος. Οταν ολοκληρώθηκε η εθελουσία έξοδος του μόνιμου προσωπικού, ένα πρόγραμμα κόστους 120 εκατ. ευρώ, με στόχο την ετήσια εξοικονόμηση 25 εκατ. ευρώ, ο οργανισμός βρέθηκε αποδυναμωμένος, έχοντας χάσει έναν σημαντικό αριθμό έμπειρων και ικανών στελεχών. Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να προσλάβει εξωτερικούς συνεργάτες, των οποίων το κόστος υπολογίζεται σε περίπου 30 εκατ. ευρώ ετησίως, δηλαδή 5 εκατ. περισσότερα από τα ποσά που επρόκειτο να εξοικονομηθούν μέσω του δαπανηρού προγράμματος εθελουσίας.

