Στο πλαίσιο εταιρικού μετασχηματισμού, η λήπτρια εταιρεία παρακολουθεί τα εισφερόμενα στοιχεία που θα λάβει στην ίδια φορολογική αξία που είχαν αμέσως πριν από τον μετασχηματισμό στα βιβλία της εισφέρουσας εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η φορολογική ουδετερότητα του μετασχηματισμού. Η μεταβιβαζόμενη περιουσία που θα περιέλθει στη λήπτρια εταιρεία θα φορολογηθεί στο μέλλον, όταν θα προκύψει κάποιο γεγονός φορολόγησης, όπως, για παράδειγμα, όταν η λήπτρια θα προβεί σε μεταβίβαση κάποιου στοιχείου ενεργητικού που είχε περιέλθει σε αυτήν από την εισφέρουσα στο πλαίσιο του μετασχηματισμού. Ως «μεταβίβαση» των στοιχείων νοείται ο χρόνος πραγματικής μεταβίβασής τους ή διάλυσης της λήπτριας εταιρείας. Για τον προσδιορισμό της υπεραξίας προς φορολόγηση, λαμβάνονται υπόψη και οι αποσβέσεις των εισφερόμενων στοιχείων που διενεργήθηκαν στη φορολογική βάση, από τον χρόνο ολοκλήρωσης του μετασχηματισμού μέχρι την ημερομηνία που λαμβάνει χώρα το γεγονός φορολόγησης. Επισημαίνεται, δε, ότι δεν λαμβάνει χώρα γεγονός φορολόγησης κατά τα ανωτέρω, σε περίπτωση περαιτέρω μετασχηματισμού της εταιρείας (Ε. 2088/2025).
Δεν ευθύνεται νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας κατόπιν εξωλογιστικού προσδιορισμού λόγω μη επιδείξεως βιβλίων από μεταγενέστερη διοίκηση των βιβλίων και στοιχείων της. Ο φορολογικός έλεγχος καταλόγισε το έτος 2008 εις βάρος εταιρείας ΦΠΑ. Η φορολογική αρχή κάλεσε τον πρώην πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας να καταβάλει υπό την ανωτέρω ιδιότητά του το εν λόγω ποσό. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο και το Εφετείο έκαναν δεκτούς τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου. Το ΣτΕ έκρινε ότι είναι παράνομη η επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά φυσικού προσώπου, το οποίο κατά τη χρήση, στην οποία ανάγεται ο φόρος, έφερε μεν την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας, την οποία, όμως, είχε αποβάλει όταν ζητήθηκε από τη μεταγενέστερη διοίκησή της η επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας (ΣτΕ 67/2024).
Πηγή: Grant Thornton

