Αποκαλυπτική της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, που εξηγεί και τη δυσκολία πρόσβασης στην απόκτηση στέγης και συνολικά την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών, είναι η φετινή έρευνα της Deloitte για την αγορά κατοικίας.
Σύμφωνα με αυτήν, η Αθήνα φιγουράρει στη δεύτερη θέση της λίστας με τις ακριβότερες πόλεις για την απόκτηση νεόδμητης κατοικίας, σε συνάρτηση με τα εισοδήματα των πολιτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη, απαιτούνται μισθοί 15,3 ετών (μεικτές απολαβές) για την αγορά ενός νεόδμητου διαμερίσματος 70 τ.μ. Η μόνη πόλη της Ευρώπης όπου το κόστος αγοράς καινούργιας κατοικίας (αναλογικά με το εισόδημα) είναι μεγαλύτερο, είναι το Αμστερνταμ στην Ολλανδία, καθώς εκεί χρειάζονται 15,4 ετήσιοι μισθοί. Η μέση τιμή αγοράς διαμορφώνεται σε 8.475 ευρώ/τ.μ., έχοντας καταγράψει ετήσια αύξηση 10,1%.
Με βάση την ανάλυση, η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων κατοικιών στην Αττική διαμορφώνεται πλέον σε 4.100 ευρώ/τ.μ., αυξημένη κατά 10,8% τον τελευταίο χρόνο, κάτι που σημαίνει ότι για 70 τ.μ. θα απαιτηθούν πλέον 287.000 ευρώ. Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα, οι τιμές πώλησης κατοικιών (νεόδμητων) στην Αττική είναι 2,28 φορές υψηλότερες σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο των 1.800 ευρώ/τ.μ. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της στρέβλωσης που προκαλείται και στην οικονομία, αλλά και στην αγορά ακινήτων, από τη διαχρονική υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στο λεκανοπέδιο και εξηγεί και τη μεγάλη απόσταση από την υπόλοιπη χώρα σε επίπεδο τιμών.
Η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων στην Αττική διαμορφώνεται σε 4.100 ευρώ/τ.μ. και είναι 2,28 φορές υψηλότερη σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο των 1.800 ευρώ/τ.μ.
Οπως τονίζουν στελέχη της αγοράς ακινήτων, αλλά και αναλυτές, είναι προφανές ότι όσο δεν υπάρχει αποκέντρωση τόσο η ζήτηση θα ξεπερνά την, ούτως ή άλλως ισχνή, προσφορά. Η μόνη πόλη στην Ευρώπη που ξεπερνάει την Αθήνα είναι το Παρίσι, όπου η μέση τιμή πώλησης είναι 3,32 φορές υψηλότερη σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο της Γαλλίας, καθώς διαμορφώνεται σε 10.760 ευρώ/τ.μ. έναντι 3.332 ευρώ/τ.μ. στο σύνολο της χώρας.
Αποκαλυπτικό της μεγάλης απόστασης που θα πρέπει να διανύσουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι και το γεγονός ότι εκτός από την Αθήνα, σε υψηλές θέσεις της σχετικής λίστας κατατάσσεται και η Θεσσαλονίκη ή ακόμη και η Πάτρα. Η «συμπρωτεύουσα» βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα, καθώς απαιτούνται μισθοί 11,4 ετών για την αγορά νεόδμητου διαμερίσματος 70 τ.μ. Το μέσο κόστος αγοράς διαμορφώνεται σε 2.815 ευρώ/τ.μ. ή σχεδόν 200.000 ευρώ, ενώ σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο η τιμή είναι 1,57 φορές υψηλότερη.
Μάλιστα, η Θεσσαλονίκη ξεπερνάει άλλες μεγάλες πόλεις ανεπτυγμένων οικονομιών, όπως το Λονδίνο (μισθοί 10,8 ετών), το Μιλάνο (μισθοί 9,9 ετών) και η Ρώμη (μισθοί 8,1 ετών). Ακόμη και η Πάτρα απαιτεί μισθούς 8,1 ετών, με αποτέλεσμα να ξεπερνάει τη Ρώμη ή πόλεις όπως η Φλωρεντία (μισθοί 7,7 ετών) και το Μάντσεστερ (μισθοί 5,3 ετών). Η περίπτωση της Πάτρας είναι πολύ χαρακτηριστική, καθώς η μέση τιμή πώλησης νεόδμητου διαμερίσματος δεν ξεπερνάει τα 1.457 ευρώ/τ.μ., με αποτέλεσμα να υπολείπεται του εθνικού μέσου όρου και να μην ξεπερνάει το 81,3% αυτού. Ωστόσο είναι εμφανές ότι τα εισοδήματα έχουν παραμείνει τόσο χαμηλά, ώστε ακόμη και η Πάτρα βρίσκεται ψηλά στη σχετική λίστα.
Στο φετινό 2ο Συνέδριο Real Estate, που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Ανωνύμων Εταιρειών και Επιχειρηματικότητας, είχε επισημανθεί ότι δύο από τους βασικότερους λόγους που εξηγούν τη στεγαστική κρίση είναι η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας (και άρα η έλλειψη επαρκούς αριθμού νέων κατοικιών) και η κατακόρυφη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Δεληκανάκη, ιδρυτικό εταίρο της Southrock Asset Management, «η κρίση έφερε μια δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, που πλέον βρίσκεται στο 68% του αντίστοιχου εισοδήματος του 2010, όταν στη Ρουμανία βρίσκεται στο 140% και στην Τσεχία στο 130%. Επομένως, ο κόσμος δεν έχει χρήματα και η στεγαστική κρίση είναι προϊόν και αυτής της εξέλιξης, καθώς εν τω μεταξύ έχουν αυξηθεί οι τιμές πώλησης και ενοικίασης κατοικιών, γιατί αυξήθηκαν το κόστος των υλικών, οι τιμές των οικοπέδων κ.τ.λ.».
Η κρίση έφερε μια δραματική μείωση του εισοδήματος των Ελλήνων, που πλέον βρίσκεται στο 68% του αντίστοιχου εισοδήματος του 2010, όταν στη Ρουμανία είναι στο 140%.
Αντίστοιχα, όπως είχε αναφέρει ο δρ Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), «υπό φυσιολογικές συνθήκες σήμερα δεν θα συζητούσαμε για στεγαστική κρίση, καθώς έχουμε ένα εκατομμύριο λιγότερους νέους ανθρώπους ηλικίας από 30 έως 40 ετών σε σχέση με πριν από 20 χρόνια. Ωστόσο, την περίοδο της κρίσης παρατηρήθηκε η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία μειώθηκε κατά 85%-90% σε σχέση με τη δεκαετία του 2000».
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και σήμερα η οικοδομική δραστηριότητα δεν έχει ανακάμψει όσο θα έπρεπε, προκειμένου να τονωθεί η προσφορά. Σύμφωνα με την έρευνα της Deloitte, η Ελλάδα βρίσκεται στη 19η θέση επί συνόλου 25 χωρών με βάση τις ενάρξεις νέων κατοικιών. Συγκεκριμένα αντιστοιχούν μόλις 2,95 νέες κατοικίες για κάθε 1.000 κατοίκους, παρότι μάλιστα το 2024 η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα κατέγραψε ετήσια αύξηση κατά 14,9% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 16,5% στην επιφάνεια και κατά 8,7% στον όγκο. Εν τω μεταξύ, φέτος παρατηρείται πτώση λόγω του νομοθετικού κενού που προκλήθηκε από την κατάργηση των «μπόνους» δόμησης του ΝΟΚ, με σχετική απόφαση του ΣτΕ. Ετσι, το φετινό επτάμηνο η ιδιωτική δραστηριότητα καταγράφει ετήσια κάμψη κατά 10% στον αριθμό των αδειών, κατά 18,4% στην επιφάνεια και κατά 11,3% στον όγκο.

