Προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες φέρνει για την Ελλάδα ο πλήρης απογαλακτισμός της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο που ξεκίνησε σταδιακά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και ολοκληρώνεται στο τέλος του 2027. Από 1/1/2028 το ρωσικό αέριο, που στήριξε επί πολλές δεκαετίες την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, θα αποτελέσει παρελθόν εγκαινιάζοντας οριστικά ένα νέο ενεργειακό και γεωπολιτικό προσανατολισμό της Γηραιάς Ηπείρου. Η Ελλάδα καλείται να αντικαταστήσει μέσα σε δύο χρόνια το 45% των συνολικών εισαγωγών της σε φυσικό αέριο που καλύπτουν σήμερα οι ρωσικές εισαγωγές και αντιστοιχούν σε ποσότητες περί τα 3,5 δισ. κ.μ. αερίου ετησίως. Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα και τις δύο εταιρείες, ΔΕΠΑ και Metlen, που διατηρούν μακροπρόθεσμες συμβάσεις προμήθειας με την Gazprom. Οι ευκαιρίες συνδέονται με τις εξαγωγικές δυνατότητες που ανοίγονται για την Ελλάδα και τις ελληνικές εταιρείες, και την αναβάθμιση του ρόλου της ως κόμβου μεταφοράς LNG στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Το τέλος του ρωσικού αερίου θα δημιουργήσει ένα έλλειμμα της τάξης των 16 δισ. κ.μ. αερίου στην ευρύτερη περιοχή, που θα πρέπει να αντικατασταθεί με LNG, με τις ΗΠΑ, τον «μεγάλο πωλητή», να βλέπουν την Ελλάδα και τις υποδομές της ως δίαυλο μεταφοράς αμερικανικού LNG στον άξονα από Βουλγαρία έως Ουκρανία και δυτικά έως την Ουγγαρία και την Αυστρία.
Η πρόκληση για τη χώρα έχει δύο σκέλη: Το πρώτο είναι οι τιμές, με την αγορά να εκτιμά πως η αντικατάσταση του φθηνότερου σήμερα ρωσικού αερίου με LNG θα προσθέσει ένα κόστος της τάξης των 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Το δεύτερο είναι η ασφάλεια εφοδιασμού. Η Ελλάδα σήμερα διαθέτει δύο πύλες σταθερής ροής φυσικού αερίου μέσω αγωγών που προμηθεύεται βάσει μακροπρόθεσμων συμβολαίων. Μία μέσω του Σιδηροκάστρου, σημείου εισόδου του ρωσικού αερίου από τον αγωγό Turk Stream, και μία στη Νέα Μεσημβρία, σημείο εισόδου του αζερικού αερίου από τον αγωγό Tap. Με το κατέβασμα της στρόφιγγας του Turk Stream το 2028, η συνεχής ροή φυσικού αερίου θα περιοριστεί στον αγωγό Tap, που αποτελεί συνέχεια του ΤΑΝΑP, o οποίος διασχίζει την Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι η ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας σε συνθήκες κρίσης θα εξαρτάται από έναν αγωγό, τη στρόφιγγα του οποίου θα κρατάει η Τουρκία, και το LNG, οι τιμές του οποίου θα διαμορφώνονται στη spot αγορά ακολουθώντας τις διακυμάνσεις που μπορεί να πυροδοτήσει πιθανή στενότητα της παγκόσμιας αγοράς.
Η αντικατάσταση του φθηνότερου σήμερα ρωσικού φυσικού αερίου με LNG θα προσθέσει ένα κόστος της τάξης των 200 εκατ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς.
Το βάρος της ασφάλειας εφοδιασμού της χώρας σε φυσικό αέριο αλλά και ηλεκτρισμό, αφού το 65% της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατευθύνεται στην ηλεκτροπαραγωγή, καλούνται να διαχειριστούν οι δύο μεγάλοι εισαγωγείς της χώρας, ΔΕΠΑ και Metlen, που συγκεντρώνουν μερίδιο 85% της αγοράς.
Οι δύο εταιρείες έχουν αρχίσει εδώ και μήνες τις επαφές με traders και παραγωγούς LNG για την αντικατάσταση των ποσοτήτων ρωσικού αερίου, λαμβάνοντας υπόψη και την εμπορική συμφωνία Ε.Ε. – ΗΠΑ για τους δασμούς, που προβλέπει εισαγωγές αμερικανικής ενέργειας αξίας 750 δισ. δολαρίων την επόμενη τριετία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συζητήσεις αφορούν κατά βάση LNG αμερικανικής προελεύσεως που οι δύο ελληνικές εταιρείες θα συμβολαιοποιήσουν είτε απευθείας από παραγωγούς των ΗΠΑ είτε μέσω traders που διακινούν αμερικανικό LNG. «Ολοι μιλάμε με όλους», δηλώνουν στην «Κ» εκπρόσωποι των δύο εταιρειών, αποκαλύπτοντας ότι οι πρώτες συμφωνίες με ισχύ από τις αρχές του 2028 θα οριστικοποιηθούν πολύ σύντομα. Μια σημαντική παράμετρος που οι ελληνικές όπως και οι ευρωπαϊκές εταιρείες αντίστοιχα διαπραγματεύονται με τους πωλητές LNG αυτή την περίοδο, είναι η χρονική διάρκεια των συμβολαίων. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια δεκαετούς διάρκειας, με τις ευρωπαϊκές εταιρείες να διαπραγματεύονται τον κατά το δυνατό περιορισμό τους, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου μετά το 2030 βάσει των ευρωπαϊκών στόχων για το κλίμα και την απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Με βάση τις σημερινές τιμές LNG, η αντικατάσταση των ρωσικών ποσοτήτων φυσικού αερίου βάσει ενός δεκαετούς συμβολαίου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς θα έχει ένα κόστος της τάξης των 200 εκατ. ευρώ ετησίως, το οποίο θα επηρεάσει αντίστοιχα την ελληνική οικονομία. Οι ελληνικές εταιρείες, πάντως, έχουν ήδη στραφεί τον τελευταίο χρόνο στο LNG, με προτίμηση τις αμερικανικές εισαγωγές. Το εννεάμηνο του 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, κάλυψε το 40% των συνολικών εισαγωγών, με κυρίαρχες τις αμερικανικές εισαγωγές που έφτασαν σε ποσοστό 88%.
ΔΕΠΑ και Metlen έχουν αρχίσει εδώ και μήνες επαφές με traders και παραγωγούς LNG και οι πρώτες συμφωνίες με ισχύ από τις αρχές του 2028 θα οριστικοποιηθούν σύντομα.
Σε τόπο διαπραγμάτευσης συμφωνιών μεταξύ πωλητών εξ Αμερικής και αγοραστών από την Ευρώπη αναμένεται να εξελιχθεί η Σύνοδος της Σύμπραξης για τη Διατλαντική Ενεργειακή Συνεργασία (P-ΤEC) που διεξάγεται φέτος στην Αθήνα το διήμερο 6 και 7 Νοεμβρίου, συγκεντρώνοντας αξιωματούχους και επιχειρηματίες από 25 χώρες και με την παρουσία των δύο κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης Tραμπ. Ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Κρις Ράιτ και ο υπουργός Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκαμ θα συμμετάσχουν στη σύνοδο, συνοδευόμενοι από εκπροσώπους αμερικανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, αλλά και της κρατικής αναπτυξιακής τράπεζας των ΗΠΑ, Development Finance Corporation (DFC), η παρουσία της οποίας συνδέεται με το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη χρηματοδότηση κρίσιμων υποδομών για τη μεταφορά LNG στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Εκπρόσωποι των ελληνικών ενεργειακών ομίλων θα συμμετάσχουν στο επιχειρηματικό φόρουμ που θα λάβει μέρος στο πλαίσιο της συνόδου και είναι πολύ πιθανό να κλείσουν και οι πρώτες συμφωνίες προμήθειας LNG, με τις πληροφορίες να φέρουν τη ΔΕΠΑ να βρίσκεται πολύ κοντά σε συμφωνία με την ConocoPhillips. Στις αρχές Σεπτεμβρίου και στο περιθώριο του διεθνούς ενεργειακού φόρουμ στο Μιλάνο, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου είχε συναντηθεί με τον Executive Vice President for Commercial & Strategy και CFO της Conoco Phillips, Aντι O’ Μπράιαν.
Στην πυρηνική ενέργεια ποντάρουν Τραμπ και Πεκίνο
H πυρηνική ενέργεια, η πιο αμφιλεγόμενη και διχαστική μορφή ενέργειας, επιστρέφει δυναμικά στο παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο, όχι μόνον ως απάντηση στην κλιματική κρίση, αλλά και ως κλειδί για την τροφοδοσία του μέλλοντος της τεχνητής νοημοσύνης (AI). Σε αυτή την κούρσα για την ενεργειακή κυριαρχία, η Κίνα εξελίσσεται ραγδαία σε παγκόσμια ηγετική δύναμη στην πυρηνική ενέργεια, αφήνοντας πίσω της τη Δύση, που αντιμετωπίζει καθυστερήσεις, υπερκοστολογήσεις και ρυθμιστικά εμπόδια. Οπως επισημαίνουν οι Νew York Times, το 2013 άρχισε στις ΗΠΑ η κατασκευή δύο νέων πυρηνικών αντιδραστήρων, αλλά πέρασαν επτά χρόνια για να ολοκληρωθούν και για την κατασκευή τους χρειάστηκαν 17 δισ. δολάρια περισσότερα από όσα είχαν προβλεφθεί αρχικά. Το ίδιο χρονικό διάστημα, αντιθέτως, η Κίνα κατασκεύασε 13 αντιδραστήρες παρεμφερείς με τους αμερικανικούς, ενώ σήμερα έχει υπό κατασκευήν άλλους 33, όσους υπάρχουν δηλαδή σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Η ταχύτητα άλλωστε είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του «κόκκινου δράκου»: συναρμολογεί μονάδες σε πέντε έως έξι χρόνια, περίπου στη μισή ταχύτητα δηλαδή σε σύγκριση με τη Δύση, και με σημαντικά μειωμένο κόστος. Σύμφωνα με την επιστημονική επιθεώρηση Nature, το κόστος κατασκευής στην Κίνα μειώθηκε κατά το ήμισυ στη δεκαετία του 2000, την ώρα που στη Δύση εκτοξεύθηκε.
Η Κίνα, χρησιμοποιώντας αρχικά αμερικανικά και γαλλικά σχέδια, έχει πλέον αναπτύξει τεχνολογία νέας γενιάς, όπως οι αντιδραστήρες τηγμένου άλατος και οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), ενώ έχει μπει δυναμικά και στον κόσμο της πυρηνικής σύντηξης. Οπως επισημαίνει ο Μαρκ Χιμπς, συνεργάτης του Ιδρύματος Carnegie για τη Διεθνή Ειρήνη, «οι Κινέζοι βιάζονται να δείξουν στον κόσμο πως τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει το πρόγραμμά τους», με απώτερο στόχο να εξάγουν πυρηνική τεχνολογία για να ενισχύσουν την παγκόσμια επιρροή τους.
Η Κίνα κατασκευάζει 33 νέους αντιδραστήρες με πλεονέκτημα την ταχύτητα – Επενδύσεις δισεκατομμυρίων από αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς λόγω AI.
Η ενέργεια είναι το νέο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα επί των ημερών Τραμπ, παρουσιάζονται ως ο κορυφαίος προμηθευτής ορυκτών καυσίμων όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας. Η Κίνα την ίδια στιγμή κυριαρχεί στην κατασκευή ηλιακών συλλεκτών, ανεμογεννητριών και μπαταριών, θεωρώντας την ανανεώσιμη ενέργεια ως την αγορά πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων του μέλλοντος. Η κυβέρνηση Τραμπ σχεδιάζει να τετραπλασιάσει την παραγωγική δυνατότητα των ΗΠΑ σε πυρηνική ενέργεια έως το 2050, όχι όμως για περιβαλλοντικούς λόγους. Ευελπιστεί πως θα αναπτύξει τη νέα γενιά αντιδραστήρων για να τροφοδοτήσει τα ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων, αλλά και να εξαγάγει ενέργεια σε άλλες χώρες που τη χρειάζονται.

Η Κίνα ωστόσο έχει πλεονέκτημα χάρη και στην αμέριστη υποστήριξη του κράτους. Σήμερα, τρεις κρατικές κατασκευαστικές πυρηνικών μονάδων χρηματοδοτούνται με φθηνά δάνεια που έχουν τη στήριξη του Πεκίνου, για να κατασκευάσουν αντιδραστήρες. Οι ΗΠΑ ακολουθούν εντελώς διαφορετική πορεία προς την πυρηνική επέκταση, μια πορεία που βασίζεται περισσότερο στην ιδιωτική καινοτομία παρά στην κρατική υποστήριξη. Εταιρείες τεχνολογίας όπως η Google, η Amazon και η OpenAI επενδύουν δισεκατομμύρια σε νεοφυείς πυρηνικές επιχειρήσεις όπως η Kairos Power, η X-Energy και η Oklo, για να βοηθήσουν στην τροφοδοσία των κέντρων δεδομένων τους με τεχνητή νοημοσύνη. Τα πρώτα έργα βρίσκονται σε εξέλιξη στο Ουαϊόμινγκ, το Τέξας και το Τενεσί, αν και αναμένονται λίγοι, αν όχι καθόλου, νέοι αντιδραστήρες πριν από τη δεκαετία του 2030.
Οι αναλυτές συμφωνούν ότι το ταχύτατα εξελισσόμενο πυρηνικό πρόγραμμα της Κίνας αποτελεί προοίμιο ενός ευρύτερου στόχου: να κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά. Κινεζικές εταιρείες άλλωστε έχουν ήδη κατασκευάσει έξι αντιδραστήρες στο Πακιστάν και σχεδιάζουν να εξαγάγουν πολύ περισσότερους. Ακόμη και αν οι αμερικανικές εταιρείες και τα εργαστήρια παραμείνουν στην πρώτη γραμμή της καινοτομίας, πρόσφατη έκθεση προειδοποίησε ότι η Κίνα ήταν 10 έως 15 χρόνια μπροστά από τις ΗΠΑ στην ικανότητά της να αναπτύξει ευρέως αντιδραστήρες επόμενης γενιάς. Η ιστορία είναι γνωστή, καταλήγουν οι New York Times στο σχετικό ρεπορτάζ: Οι ΗΠΑ εφηύραν ηλιακούς συλλέκτες και μπαταρίες, στη συνέχεια όμως είδαν την Κίνα να παίρνει τη σκυτάλη σε αυτές τις τεχνολογίες και να ελέγχει πλέον τις παγκόσμιες αγορές.

