Μια δημοπρασία δημοσίου χρέους πραγματοποιήθηκε με παράδοξη ευκολία τον Ιούνιο του 2017. Η Αργεντινή –μια χώρα με μακρά ιστορία χρεοκοπιών– πούλησε 2,75 δισ. δολάρια 100ετών ομολόγων σε δολάρια ΗΠΑ με απόδοση 7,9%, μόλις ένα χρόνο αφού η χώρα διευθέτησε τη χρεοκοπία του 2014, την 8η στην ιστορία της. Αυτός ο διακανονισμός χρειάστηκε δύο χρόνια για να επιλυθεί, εν μέρει επειδή τα αμερικανικά δικαστήρια επέμειναν ότι η χώρα έπρεπε ταυτόχρονα να διευθετήσει και τη χρεοκοπία του 2001. Τρία χρόνια μετά την έκδοση, η Αργεντινή χρεοκόπησε ξανά και αθέτησε, μεταξύ άλλων, το 100ετές ομόλογό της, που κατέληξε να είναι 3ετές!
Αυτό είναι το χάος που κληρονόμησε ο Χαβιέρ Μιλέι όταν ανέλαβε την προεδρία της Αργεντινής τον Δεκέμβριο του 2023. Με τον πληθωρισμό σε τριψήφιο ποσοστό, το νόμισμα υπερτιμημένο, την οικονομία σε ύφεση, αποκλεισμένη από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, και το 40% του πληθυσμού να ζει κάτω από το επίπεδο της φτώχειας, κλήθηκε να υλοποιήσει το όραμά του για ριζική στροφή προς μία ανοικτή οικονομία με μικρότερο κράτος και ελεύθερες αγορές, χωρίς να διαθέτει πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Παρά τις φαινομενικά ανυπέρβλητες δυσκολίες, το φιλελεύθερο πρόγραμμά του για θεραπεία σοκ ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ο Μιλέι κατάφερε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό μέσα σε ένα χρόνο και να μειώσει τον πληθωρισμό από την κορύφωση του 290% τον Απρίλιο του 2024 σε 32% τον περασμένο μήνα. Τον Ιούνιο, η Παγκόσμια Τράπεζα προέβλεπε ότι η χώρα θα πετύχει ρυθμό ανάπτυξης 5,5% το 2025, τον υψηλότερο στη Λατινική Αμερική.
Η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας ενισχύεται από τον γιγαντιαίο σχιστολιθικό σχηματισμό Vaca Muerta, που εμπεριέχει τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το πολιτικό τέλμα των προηγούμενων δεκαετιών δεν κατάφερε να το αξιοποιήσει, αλλά ο Μιλέι έχει καταστήσει την εξόρυξη του πολύτιμου πόρου κορυφαία προτεραιότητα, για να μετατρέψει την Αργεντινή από οικονομία βασισμένη στη γεωργία σε σημαντικό παραγωγό ενέργειας. Αν καταφέρει να δημιουργήσει νέο ενεργειακό πλούτο, μπορεί να βγάλει τη χώρα από το οικονομικό τέλμα και να πείσει τους ψηφοφόρους να συνεχίσουν να υποστηρίζουν το όραμά του. Μέσα σε ένα χρόνο από την ανάληψη της προεδρίας του, η ημερήσια παραγωγή αργού πετρελαίου αυξήθηκε κατά 28% και σήμερα πλησιάζει τα 500.000 βαρέλια την ημέρα. Το κατάφερε απλώς αίροντας τα εμπόδια: κατάργησε το πλαφόν στις τιμές πετρελαίου, χαλάρωσε τους ελέγχους συναλλάγματος που ήταν πονοκέφαλος για μεγάλες εταιρείες όπως η Chevron, και έδωσε στους επενδυτές φορολογικές ελαφρύνσεις για 30 χρόνια.
Δυστυχώς για τον Μιλέι, έχει κληρονομήσει από το σπάταλο παρελθόν της Αργεντινής ένα ιδιαίτερα υψηλό χρέος που απειλεί τη δημοσιονομική ισορροπία. Η περίοδος χάριτος της τελευταίας αναδιάρθρωσης χρέους το 2020 έχει ήδη λήξει και η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικά αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, ύψους 13 δισ. δολαρίων το 2026. Η τήρηση των όρων της αναδιάρθρωσης είναι προϋπόθεση για την επιστροφή στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και την αποπληρωμή 45 δισ. δολαρίων που η Αργεντινή χρωστάει ακόμη στο ΔΝΤ, μετά το γιγαντιαίο πακέτο διάσωσης 57 δισ. δολαρίων που συμφωνήθηκε με τον κεντροδεξιό πρόεδρο Μάκρι το 2018, καθιστώντας τη χώρα μακράν τον μεγαλύτερο οφειλέτη του ΔΝΤ. Μπορεί ο Μιλέι να κάνει ένα ακόμη θαύμα και να αποφύγει νέα χρεοκοπία;
Αντιμετωπίζοντας το δίλημμα μεταξύ αποπληθωρισμού και ανάπτυξης, ο Μιλέι έδωσε προτεραιότητα στο πρώτο – το πολιτικά ισχυρότερο λαϊκό αίτημα. Η φιλελεύθερη κυβέρνησή του έχει ελάχιστες έδρες στο Κογκρέσο και οι σημερινές ενδιάμεσες εκλογές είναι κρίσιμες για την ενίσχυση της θέσης του. Ομως η προσπάθεια αποπληθωρισμού μέσω ισχυρού νομίσματος έχει ξεπεράσει τα όριά της. Το νόμισμα είναι σήμερα πιο υπερτιμημένο απ’ ό,τι ήταν πριν από την υποτίμηση κατά 54% έναντι του δολαρίου τον Δεκέμβριο του 2023. Παρά την επιθυμία του Μιλέι να μετατρέψει την κρατικοδίαιτη Αργεντινή σε φάρο ελεύθερων αγορών, οι επιχειρηματίες δεν πείθονται να επενδύσουν πριν αρθούν πλήρως οι συναλλαγματικοί έλεγχοι. Για να γίνει αυτό, πρέπει η κεντρική τράπεζα να διαθέτει επαρκή συναλλαγματικά αποθέματα, πράγμα που δεν θα συμβεί όσο η πολιτική του «σκληρού πέσο» δημιουργεί έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και είναι ασύμβατη με τη συσσώρευση δολαρίων. Οπως είπε ένας Αργεντινός αναλυτής: «Κάθε δολάριο που δαπανάται για την ενίσχυση του πέσο έχει ως κόστος την αύξηση του spread στα ομόλογα της Αργεντινής». Η αβεβαιότητα για το πώς θα επιλυθεί αυτό το δίλημμα καθυστερεί την επιστροφή της Αργεντινής στις κεφαλαιαγορές, καθώς οι επενδυτές τηρούν στάση αναμονής.
Η ταχύτητα με την οποία η υπόσχεση του Μιλέι να αντιστρέψει έναν αιώνα παρακμής μετατράπηκε σε εφιάλτη νέας χρεοκοπίας ήταν βάναυση.
Τον περασμένο Απρίλιο το ΔΝΤ ενέκρινε ένα νέο δάνειο 20 δισ. δολαρίων, από τα οποία τα 12 δισ. –μία ασυνήθιστα μεγάλη προκαταβολή– εκταμιεύτηκαν άμεσα για να ενισχύσουν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας και να υποβοηθήσουν τη χαλάρωση των συναλλαγματικών ελέγχων. Το μεγαλύτερο τμήμα της χρηματοδότησης που προσφέρει το ΔΝΤ προορίζεται για αποπληρωμή παλαιότερων δανείων από το ΔΝΤ, με μόνο 6 δισ. να υπολείπονται για άλλους σκοπούς. Tο ΔΝΤ τονίζει την ανάγκη οικοδόμησης ευρείας πολιτικής υποστήριξης, εν μέρει με πολυετή δημοσιονομικά προγράμματα που δεσμεύουν μελλοντικές κυβερνήσεις, ώστε να παραμείνει ισοσκελισμένος ο προϋπολογισμός και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη.
Στη συνέχεια άρχισαν οι δυσκολίες. Τον Ιούλιο το πέσο άρχισε να αποδυναμώνεται, αφού ο Μιλέι χαλάρωσε τους ελέγχους συναλλάγματος και διεύρυνε τη ζώνη διακύμανσης της ισοτιμίας. Η κεντρική τράπεζα αντέδρασε αυξάνοντας τα επιτόκια για να ενισχύσει το νόμισμα, οδηγώντας το κόστος δανεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πάνω από 60%, με αποτέλεσμα την αναστολή των επενδύσεων και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Η πτώση της δημοτικότητας του Μιλέι οδήγησε στη συντριπτική ήττα του στις περιφερειακές εκλογές του Μπουένος Αϊρες στις αρχές Σεπτεμβρίου, πυροδοτώντας φυγή κεφαλαίων και πίεση στο νόμισμα. Στα μέσα Σεπτεμβρίου η κεντρική τράπεζα δαπάνησε 1,1 δισ. δολάρια σε τρεις ημέρες για να στηρίξει το πέσο, δημιουργώντας ανησυχία στους ομολογιούχους ότι τα λιγοστά συναλλαγματικά αποθέματα θα εξαντλούνταν αν συνεχιζόταν η αστάθεια. Η κυβέρνηση ανέλπιστα βρέθηκε σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής αβεβαιότητας μόλις ένα μήνα πριν από τις σημερινές εκλογές.
Με το πρόγραμμα εκτός τροχιάς και τη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ σε αναστολή, ο Μιλέι στράφηκε για στήριξη στον στενό του σύμμαχο Τραμπ, στον οποίο έχει αναφερθεί ως «έναν από τους δύο πιο σημαντικούς πολιτικούς στον πλανήτη Γη». Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε ότι «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι» για να στηριχθεί η Αργεντινή, αποκαλώντας τη χώρα «συστημικά σημαντικό σύμμαχο». Αυτή η βούληση εν μέρει αντανακλά την επιθυμία του Τραμπ να εκδιώξει την Κίνα από τη Λατινική Αμερική –μια περιοχή που θεωρεί ως σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ– και να εξασφαλίσει πρόσβαση στον ορυκτό πλούτο της Αργεντινής. Στη συνέχεια, η αμερικανική κυβέρνηση παρενέβη στην αγορά συναλλάγματος για να αγοράσει πέσος, και συμφώνησε κατ’ αρχήν σε μια έκτακτη πιστωτική γραμμή 20 δισ. δολαρίων για την Αργεντινή. Ομως η πίεση επέστρεψε στα μέσα Οκτωβρίου, όταν ο Τραμπ ξεκαθάρισε ότι η μελλοντική στήριξη εξαρτιόταν από την έκβαση των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο.
Η ταχύτητα με την οποία η υπόσχεση του Μιλέι να αντιστρέψει έναν αιώνα παρακμής μετατράπηκε σε εφιάλτη νέας χρεοκοπίας ήταν βάναυση. Οι μακροχρόνιες παθογένειες της Αργεντινής –φυγή κεφαλαίων, υποτίμηση, πληθωρισμός– επανεμφανίστηκαν ορμητικά. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στην επαρχία του Μπουένος Αϊρες δείχνει ότι ο Περονισμός παραμένει ισχυρή πολιτική δύναμη. Με αυτά τα δεδομένα, ένα ποσοστό ψήφων 35% για το κόμμα του Μιλέι, Η Ελευθερία Προχωρεί, θα θεωρούνταν επιτυχία σήμερα. Ενα τέτοιο ποσοστό εξασφαλίζει βέτο σε τυχόν προτάσεις της αντιπολίτευσης για αύξηση δαπανών, αλλά δεν αρκεί για τη νομοθέτηση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Οι σημερινές εκλογές αποτελούν την πιο κρίσιμη πολιτική δοκιμασία για τον Μιλέι. Αν οι Περονιστές επικρατήσουν, το φιλελεύθερο πείραμα του Μιλέι κινδυνεύει να αποτύχει και η πίεση στο νόμισμα και στα ομόλογα να συνεχιστεί. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Τραμπ, ή οποιονδήποτε άλλο, να πετάει χρήματα σε μία μαύρη τρύπα.
*Η κ. Μιράντα Ξαφά είναι μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) και πρώην στέλεχος ΔΝΤ.

