Στους πρωταθλητές των δημοσιονομικών πλεονασμάτων της Ευρώπης κατατάχθηκε και πάλι την περασμένη εβδομάδα η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2024: είχε το 4ο υψηλότερο πλεόνασμα, ενώ κατά μέσον όρο η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη ήταν ελλειμματικές.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, όχι μόνο έχει σταθερά θετικό δημοσιονομικό ισοζύγιο και πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά υπερβαίνει συστηματικά τον στόχο του εκάστοτε προϋπολογισμού. Το 2024, μάλιστα, η υπέρβαση ήταν εντυπωσιακή: από πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του έτους, έφτασε στο 4,8% του ΑΕΠ. Για φέτος ο στόχος έχει ήδη αναθεωρηθεί από πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ, που προέβλεπε ο προϋπολογισμός 2025 σε 3,6% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού 2026. Εχουν διατυπωθεί εκτιμήσεις ότι μπορεί να φτάσει τελικά και στο 4% του ΑΕΠ, αλλά αυτό θα φανεί την επόμενη χρονιά.
Οι υπεραποδόσεις αυτές έχουν καλλιεργήσει έναν προβληματισμό, μήπως θα ήταν σκόπιμο να κατέβει πλέον λίγο ο πήχυς των πλεονασμάτων, ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες, π.χ. των δημοσίων επενδύσεων ή των επιδομάτων των ασθενέστερων στρωμάτων ή ακόμη και να προχωρήσει σε ευρύτερες φοροαπαλλαγές. Αλλωστε, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι έως ένα βαθμό αποτέλεσμα του πληθωρισμού και της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας.
«Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι αυτοσκοπός», επεσήμαινε ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Οικονομικές Εξελίξεις» του ΚΕΠΕ. «Το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται μέσω υπερφορολόγησης, που στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία και αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Η Ελλάδα χρειάζεται μια ισορροπημένη στρατηγική, λιγότερη έμφαση στη λογιστική επίδοση, περισσότερη στην ποιοτική ανάπτυξη. Η σταθερότητα είναι προϋπόθεση. Οχι υποκατάστατο της ανάπτυξης».
Ο προβληματισμός συνδέεται με το ευρύτερο θέμα της ανάπτυξης, για την οποία ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας είπε την περασμένη εβδομάδα κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Ιδρύματος, ότι διαπιστώνει «σημάδια κόπωσης» και ότι αν αυτή δεν ενισχυθεί υπάρχει κίνδυνος να κινηθεί προς το 1% από το περίπου 2% σήμερα.
Το κατά πόσον είναι σκόπιμο, ωστόσο, να «θυσιαστεί» ένα μέρος έστω των υπερπλεονασμάτων για να τονωθεί η ανάπτυξη είναι ένα ερώτημα, στο οποίο πολλοί είναι επιφυλακτικοί. Πρώτον, γιατί η Ελλάδα εκτός από πρωταθλήτρια πλεονασμάτων παραμένει και πρωταθλήτρια χρέους στην Ευρώπη. Μια δημοσιονομική χαλάρωση θα μπορούσε να ερμηνευθεί πολύ άσχημα από τις αγορές. Ετσι, αναλυτές, ακόμη και προσκείμενοι στο πιο αριστερό κομμάτι του πολιτικού φάσματος, υποστηρίζουν ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού. Οι μνήμες από την κρίση χρέους είναι νωπές.
Επιπλέον η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της Ε.Ε., υπακούουν πλέον σε νέους δημοσιονομικούς κανόνες, έχοντας θέσει μεσοπρόθεσμους στόχους αύξησης δαπανών, που δεν μπορούν να αλλάξουν. Η κεντρική ιδέα είναι ότι αν η συγκυρία οδηγήσει σε καλύτερα από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, π.χ. γιατί πήγε καλά η τουριστική σεζόν, το πλεόνασμα δεν ξοδεύεται, αλλά συμβάλλει στη μείωση του χρέους. Είναι ένα είδος «μαξιλαριού» για τις χειρότερες μέρες που θα έρθουν αναπόφευκτα, ώστε να μην εκδηλωθεί τότε κρίση χρέους. Μόνο αν μια χώρα υπεραποδώσει επειδή πήρε μόνιμα μέτρα, π.χ. κατά της φοροδιαφυγής ή επιβάλλοντας νέους φόρους, μπορεί να «ξοδέψει» την υπέρβαση σε ελαφρύνσεις ή παροχές.
Πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος δεν υπάρχει
Του Μιχάλη Αργυρού
Αρχικά, να διευκρινίσουμε ότι για το 2026 δεν προβλέπονται υπερπλεονάσματα. Η χώρα, όπως και το σύνολο των μελών της Ε.Ε., δεσμεύεται από τους στόχους των νέων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, που αναφέρονται (με εύλογη λογική) αποκλειστικά στον ρυθμό αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Για το 2026 οι στόχοι αυτοί δεν επιτρέπουν πρωτογενές πλεόνασμα χαμηλότερο από το προβλεπόμενο 2,8% του ΑΕΠ (βλ. Draft Budgetary Plan, Table 3).
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι πράγματι το 2024 η Ελλάδα (κυρίως χάρη στη μεγάλη μείωση της φοροδιαφυγής) πέτυχε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις από τον στόχο που προέβλεπε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για εκείνη τη χρονιά. Ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος που δημιουργήθηκε το 2024 αξιοποιήθηκε πλήρως το 2025 και το 2026, κυρίως μέσα από τη φορολογική μεταρρύθμιση που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ, την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τα άλλα μέτρα στήριξης που ανακοινώθηκαν για το παρόν και το επόμενο έτος. Πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος δεν υφίσταται, στην παρούσα φάση, προς περαιτέρω αξιοποίηση.
Δεύτερον, σε αυτό το στάδιο του οικονομικού κύκλου, η Ελλάδα δεν χρειάζεται τόνωση της ζήτησης, καθώς σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες εκτιμήσεις, παρουσιάζει ελαφρώς θετικό παραγωγικό κενό. Βεβαίως, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που πραγματοποιούνται μετά το 2019, το ελληνικό δυνητικό ΑΕΠ αυξάνεται, με αποτέλεσμα το θετικό παραγωγικό κενό να μειώνεται σταδιακά. Για όσο όμως υπάρχει, επιπλέον μέτρα που αυξάνουν τη ζήτηση χωρίς να έχουν θετικό αποτύπωμα στην πλευρά της προσφοράς θα δημιουργούσαν πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό θα έφερνε τον συνολικό χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής σε αντίθεση με την επιδίωξη ολοκλήρωσης της επιστροφής του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Τέλος, για μια χώρα που εξακολουθεί και παρουσιάζει τον υψηλότερο (αν και γρήγορα μειούμενο) λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, τα επαρκή δημοσιονομικά πλεονάσματα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση ευνοϊκών προσδοκιών σε ό,τι αφορά τη μεσοπρόθεσμη διατηρησιμότητα του δημοσίου χρέους, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση της μεσοπρόθεσμης σταθερότητας και προβλεψιμότητας. Αυτή οδηγεί στη μείωση που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, η οποία περνάει στο σύνολο της οικονομίας. Με τη σειρά τους, αυτά οδηγούν στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου (που αξιοποιήθηκε με τη μείωση φορολογικών συντελεστών και των άλλων μέτρων), αύξηση επενδύσεων που ενισχύουν τη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση και συνακόλουθη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και κατανάλωσης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει έναν πολύ θετικό συνδυασμό οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής βελτίωσης, που αποτελεί θετικό παράδειγμα εντός και εκτός Ε.Ε. Αν ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής αποδίδει καλά αποτελέσματα και μάλιστα μέσα σε μια τόσο δύσκολη διεθνή συγκυρία, γιατί κανείς να θέλει να το αλλάξει; Οπως λέει και η αγγλική παροιμία, «if it is not broken, why fix it?».
*Ο κ. Μιχάλης Αργυρός είναι επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού.
Εχέγγυο αξιοπιστίας της χώρας
Του Νίκου Σ. Μαγγίνα
Η δημοσιονομική υπεραπόδοση παραμένει το πιο ισχυρό εχέγγυο αξιοπιστίας της χώρας μας, απαιτώντας σύνεση και προσεκτικούς χειρισμούς. Η χώρα μας αποδεικνύει με συνέπεια ότι έχει θέσει σε σταθερή τροχιά τα δημόσια οικονομικά της, τα οποία αποτέλεσαν την αφετηρία για την εκδήλωση της πολυετούς κρίσης πριν από 15 έτη. Η Ελλάδα θα επιδείξει και φέτος μια από τις κορυφαίες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ε.Ε., καταγράφοντας, για 2ο συνεχές έτος, πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά και συνολικό πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό (συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των τόκων). Παράλληλα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνεται με ταχύ ρυθμό, σε μια περίοδο κατά την οποία η δημοσιονομική εξισορρόπηση αναδεικνύεται σε κορυφαία πρόκληση για πολλές και σημαντικές οικονομίες διεθνώς. Συνεχίζεται απρόσκοπτα η υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου ταχείας μείωσης του δημοσίου χρέους, το οποίο συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση αλλά και την πιο σημαντική μακροχρόνια δέσμευση της χώρας. Μια αξιόπιστη τροχιά μείωσης του χρέους απαιτεί μέσο πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,5% του ΑΕΠ τα επόμενα 30-40 έτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω κυρίως των σημαντικών έκτακτων ελλειμμάτων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα της δεκαετίας 2016-2025 διαμορφώνεται στο 1,4%. Τα πλεονάσματα δηλαδή της περιόδου 2023-25 αντιστάθμισαν τα ελλείμματα κατά το διάστημα 2020-22, καθώς είναι εύλογο και επιθυμητό το ισοζύγιο να παίζει σταθεροποιητικό – αντικυκλικό ρόλο. Κρίσιμο ζήτημα για την αξιολόγηση του περιθωρίου πρόσθετης δημοσιονομικής χαλάρωσης αποτελεί η μονιμότητα της ανοδικής τάσης των εσόδων.
Η ενίσχυση της δημοσιονομικής αποτελεσματικότητας είναι σημαντική και ουσιαστικά επέτρεψε τις μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, υπήρχαν και έκτακτες θετικές επιδράσεις που τροφοδότησαν την υπεραπόδοση και οι οποίες αναμένεται να υποχωρήσουν σταδιακά, όπως: i) ο πληθωρισμός, ii) η αναδιάταξη της δαπάνης προς μη βασικά προϊόντα και υπηρεσίες (με υψηλότερη έμμεση φορολογική επιβάρυνση), έπειτα από πολυετή συμπίεση, αλλά και λόγω της δυναμικής του τουρισμού, iii) η αυξημένη χρηματοδότηση από την Ε.Ε., που επέτρεψε πιο αποτελεσματική διαχείριση των δαπανών, και iv) η κυκλική ανάκαμψη της αγοράς εργασίας, με άνοδο των μισθών και ακόμη σημαντικότερη αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και αύξηση του ποσοστού εξαρτημένης εργασίας.
Η προσαρμογή των φόρων αποτελεί άσκηση λεπτής ισορροπίας, με πολύ μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε σύγκριση με τις δαπάνες, στις οποίες εφαρμόζονται άλλωστε οι άμεσοι περιορισμοί των νέων δημοσιονομικών κανόνων. Μια ενδεχόμενη αστοχία που θα οδηγούσε σε διορθωτικά μέτρα αποκατάστασης του πλεονάσματος θα έκανε, πιθανόν, μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι την αρχική ανακούφιση που θα προσέφεραν οι ελαφρύνσεις. Ο σχεδιασμός της μείωσης στον φόρο εισοδήματος, ο οποίος αποδίδει μία, έστω και περιορισμένη, ανταμοιβή σε κατηγορίες που στήριξαν με συνέπεια τη δημοσιονομική υπεραπόδοση, αποτελεί πρόγευση ενός νέου δημοσιονομικού σχεδιασμού, πολύ πιο στοχευμένου και άμεσα συναρτώμενου από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Θεωρώ ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια διεύρυνσης της φορολογικής βάσης αλλά και βελτίωσης της ποιότητας των δημοσίων δαπανών, τα οποία θα μπορούσαν να επιτρέψουν νέα μερίσματα φορολογικής δικαιοσύνης τόσο στο άμεσο όσο και στο απώτερο μέλλον.
*Ο κ. Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας.
Ενίσχυση δημοσίων υπηρεσιών
Του Φραγκίσκου Κουτεντάκη
Το 2024 η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα στην Ε.Ε., και το ερώτημα που τίθεται είναι μήπως είναι υψηλότερο από όσο χρειάζεται. Η δέσμευση της Ελλάδας, άλλωστε, ήταν να επιτυγχάνει μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα στην περιοχή του 2%-2,5% του ΑΕΠ προκειμένου να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Αρα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, υπάρχει ένας δημοσιονομικός χώρος 2-3 μονάδων ΑΕΠ που θα μπορούσε να «επιστραφεί» στην ιδιωτική οικονομία. Κατά τη γνώμη μου, στη συζήτηση αυτή υπάρχουν τρία ζητήματα: αν πράγματι είναι υψηλότερο από όσο χρειάζεται, πόσο από αυτό έχει μόνιμα χαρακτηριστικά και πώς μπορεί να «επιστραφεί» ο όποιος δημοσιονομικός χώρος.
Στο πρώτο ζήτημα, αρκεί να θυμηθούμε ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε μια χρεοκοπία πριν από 15 χρόνια και η αποκατάσταση της ισορροπίας είχε τεράστιο κόστος. Εχει, συνεπώς, ισχυρούς λόγους να αποδεικνύει την ικανότητά της να επιτυγχάνει υψηλά πλεονάσματα ώστε να διασφαλίσει ότι δεν θα ξαναβρεθεί στην ίδια κατάσταση. Στο δεύτερο ζήτημα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ένα μέρος του υψηλού πλεονάσματος δεν έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Τόσο ο υψηλός πληθωρισμός όσο και η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης έχουν συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Ομως ο πληθωρισμός έχει πλέον μειωθεί και αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο και η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης δεν γίνεται να συνεχιστεί για πάντα. Αν θέλει κανείς να υπολογίσει σωστά τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο θα πρέπει να απομονώσει τέτοιους συγκυριακούς παράγοντες.
Το τελευταίο ζήτημα, εκείνο της χρήσης του δημοσιονομικού χώρου, είναι κατεξοχήν πολιτικό. Η μέχρι τώρα προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν οι φορολογικές μειώσεις – με κυριότερη την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Αντιθέτως δεν φάνηκε να δίνεται προσοχή στην ενίσχυση δημοσίων υπηρεσιών και υποδομών. Ομως, αυτές είναι που αφενός βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών και αφετέρου συμβάλλουν στην αύξηση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, τις προϋποθέσεις δηλαδή της παραγωγικότητας και της μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης.
*Ο κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

