Κατέθεσε όλη του την ψυχή σε μια ταινία-όνειρο, ένα επικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας που προετοίμαζε εδώ και πολλές δεκαετίες και τελικά γνώρισε την αποτυχία. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ξόδεψε πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια για την παραγωγή του «Megalopolis». Παρά τις τεράστιες αυτές επενδύσεις, οι εισπράξεις στο παγκόσμιο box office δεν ξεπέρασαν τα 14 εκατομμύρια, με το κοινό να μην ανταποκρίνεται όπως αναμενόταν.
Προβληματισμένος και αντιμέτωπος με αυτή την εξέλιξη, ο θρύλος του σινεμά αποφάσισε, σύμφωνα με το Hollywood Reporter, να θέσει προς πώληση ορισμένα κομμάτια από την προσωπική του συλλογή ρολογιών μέσω του οίκου δημοπρασιών Phillips.
Ενα από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια είναι ένα ρολόι που σχεδίασε ο ίδιος ο Κόπολα σε συνεργασία με τον Ελβετό ωρολογοποιό Φ.Π. Τζουρν το 2014.

Το ρολόι κοσμεί ένα γάντι, με τα δάχτυλα να κινούνται ως δείκτες της ώρας. Οπως αναφέρουν οι New York Times, μερικά αντίγραφα του ίδιου σχεδίου κυκλοφόρησαν το 2021 για ενδιαφερόμενους αγοραστές, με τιμή περίπου ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Εκτός όμως από αυτό, ο κινηματογραφιστής πουλά συνολικά επτά ρολόγια από την προσωπική του συλλογή, με εκτιμώμενες τιμές από 3.000 έως 240.000 δολάρια.
Ο ίδιος, πάντως, υπήρξε ειλικρινής σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, δηλώνοντας ότι είναι «άφραγκος μετά το τέλος του “Megalopolis”».
«Πρέπει να βρω μερικά χρήματα για να κρατήσω το καράβι όρθιο», έλεγε στους NYT. Μάλιστα, την περασμένη άνοιξη, στο Tetragrammaton podcast, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης εξήγησε ότι δεν του έχει μείνει τίποτα: «Δανείστηκα χρήματα για να κάνω την ταινία και τα επένδυσα όλα».
Για να καλύψει μέρος των εξόδων της παραγωγής και να κρατήσει ζωντανό το όνειρό του, ο Κόπολα είχε ήδη πουλήσει δύο από τα οινοποιεία του στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο.
Ωστόσο, οι θυσίες αυτές δεν ήταν αρκετές καθώς η ταινία δεν κατάφερε να κερδίσει τους θεατές.
«Υπερβολικά φιλόδοξη και δυσνόητη»
Η ιστορία του Megalopolis διαδραματίζεται στη Νέα Ρώμη, μια νέα εκδοχή της σημερινής Νέας Υόρκης, αλλά σε έναν κόσμο όπου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν κατέρρευσε ποτέ. Ο Ανταμ Ντράιβερ υποδύεται τον πρωταγωνιστή, έναν οραματιστή αρχιτέκτονα που θέλει να δημιουργήσει την ιδανική πόλη μέσα στην πόλη, αλλά έρχεται συνεχώς σε σύγκρουση με τον διεφθαρμένο δήμαρχο, τον οποίο ερμηνεύει ο Τζιανκάρλο Εσποσίτο.

Η εμπορική αποτυχία του Megalopolis αποδίδεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Το τεράστιο κόστος παραγωγής των 120 εκατ. δολαρίων και οι καθυστερήσεις στα γυρίσματα, η αποχώρηση του Νίκολας Κέιτζ και η αντικατάστασή του από τον Ανταμ Ντράιβερ επιβάρυναν σημαντικά τον προϋπολογισμό. Στη συνέχεια, κυκλοφόρησε η φήμη περί τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος και κυρίως ανάρμοστης συμπεριφοράς στο πλατό, γεγονός που επηρέασε αρνητικά την εικόνα της ταινίας. Διεθνή δημοσιεύματα ανέφεραν επιπλέον ότι ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε να πληρώσει τους τεχνικούς. Η ταινία δεν έτυχε θερμής υποδοχής από κριτικούς και κοινό. Χαρακτηρίστηκε «υπερβολικά φιλόδοξη» και «δυσνόητη» καθώς «η αφήγηση δεν είχε ροή» Το αποτέλεσμα ήταν το «κινηματογραφικό έπος» για κάποιους να «ξεφούσκωσει» γρήγορα.
Η πρόθεση του Κόπολα με το Megalopolis ήταν να αποτυπώσει μια Αμερική που έχει παρασυρθεί από τους κυβερνώντες, αλλά και το δυσοίωνο μέλλον της ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα, η ταινία αποτέλεσε και μια προσωπική αφήγηση για τη φιλοδοξία και την αποτυχία, κάτι που δεν απέχει από την πραγματικότητα καθώς τα μεγάλα στούντιο αρνήθηκαν να χρηματοδοτήσουν το έργο.
Ανεξάρτητα από την αποδοχή της ταινίας, ο Κόπολα βάζει όλη του την ψυχή, προκειμένου να κυνηγήσει τα όνειρά του, ρισκάρει τα πάντα και, όπως αποδείχτηκε δεν διστάζει να θυσιάζει ακόμα και την περιουσία του. Ακόμα και αν οι αριθμοί ή η εμπορική ανταπόκριση δεν τον δικαιώνουν πάντα, η αφοσίωση, το πάθος και η αδιαπραγμάτευτη πίστη στο όραμά του είναι στοιχεία που απαιτούν τον σεβασμό μας.

