Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κυκλοφορεί ετησίως τις φθινοπωρινές προβλέψεις του για τα κράτη-μέλη του. Σε εθνικό επίπεδο, η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης αποτελεί κάτι ανάλογο για τις προτεινόμενες οικονομικές πολιτικές τόσο της κυβέρνησης όσο και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στόχος των πολιτικών αρχηγών είναι να ενισχύσουν τις προσδοκίες των πολιτών, να κατευνάσουν τις όποιες αρνητικές κριτικές και να σκιαγραφήσουν τις πολιτικές τους για την επόμενη χρονιά. Το γνώριμο αυτό τελετουργικό επανήλθε φέτος, όπως και κάθε χρόνο, με «συγκλίνουσες αποκλίσεις». Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και οι ηγέτες των δύο σημαντικότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Σωκράτης Φάμελλος, πρότειναν πολιτικές με κοινή κατεύθυνση και στόχους. Υποσχέθηκαν μέτρα ανακούφισης για τα νοικοκυριά, τους αγρότες, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και φοροελαφρύνσεις… για όλους. Οι λεπτομέρειες διέφεραν, αλλά η μελωδία ήταν κοινή. Αυτό που αναδείχθηκε στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν απλώς ένας προεκλογικός διαγωνισμός γενναιοδωρίας, αλλά και μια σιωπηρή παραδοχή: η ελληνική οικονομία, παρά τους τίτλους περί ανάκαμψης, εξακολουθεί να εξαρτάται από το προστατευτικό χέρι του κράτους για να αντισταθμίσει τις ανισορροπίες που η αγορά και η ανάπτυξη από μόνες τους δεν μπορούν να διορθώσουν.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ένα πακέτο ύψους 1,6-1,7 δισ. ευρώ σε φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις, το οποίο χαρακτήρισε «μέρισμα ανάπτυξης για την κοινωνία». Οι ανακοινώσεις του στόχευσαν σε τρεις κατηγορίες: νοικοκυριά, νέους εργαζομένους και οικογένειες. Τα κύρια μέτρα ήταν: μείωση της φορολογίας εισοδήματος κατά δύο μονάδες στα περισσότερα κλιμάκια, απαλλαγή από φόρο για νέους έως 25 ετών με εισόδημα έως 20.000 ευρώ, αυξημένα οικογενειακά επιδόματα και ενισχυμένα μέτρα για πολυτέκνους, μείωση ΕΝΦΙΑ για κατοίκους αραιοκατοικημένων οικισμών, μείωση ΦΠΑ κατά 30% στα ακριτικά νησιά. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε επίσης να αυξήσει την προσφορά κατοικιών αξιοποιώντας ανενεργή δημόσια γη και παλαιά στρατόπεδα, ενώ θα επιταχύνει τα ψηφιακά έργα και έργα υποδομών του Ταμείου Ανάκαμψης. «Τα μέτρα αυτά», δήλωσε ο πρωθυπουργός, «δεν είναι εκλογικά δώρα, αλλά μερίσματα πειθαρχίας. Απόδειξη ότι η δημοσιονομική υπευθυνότητα μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε την ανάπτυξη με δικαιοσύνη».
Η ομιλία του Νίκου Ανδρουλάκη κινήθηκε σε διαφορετικό ύφος, πιο κοντά στις σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις των αρχών της δεκαετίας του 2000. Το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ στη ΔΕΘ περιελάμβανε: επαναφορά 13ης σύνταξης για χαμηλοσυνταξιούχους, μηδενικό ΦΠΑ για βασικά αγαθά (ψωμί, γάλα, καύσιμα) για ορισμένο διάστημα, αναδιάρθρωση ιδιωτικών και επιχειρηματικών χρεών με μακρύτερες περιόδους αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων, επιδότηση μισθών για νέους εργαζομένους μέσω συγχρηματοδότησης από το κράτος και την Ε.Ε. Το ΠΑΣΟΚ πρότεινε επίσης ένα Εθνικό Βιομηχανικό και Δημογραφικό Σχέδιο για την αναστροφή της πληθυσμιακής συρρίκνωσης και την ενίσχυση των οικογενειακών παροχών. Το συνολικό κόστος, λίγο κάτω από 2 δισ. ευρώ, θα χρηματοδοτηθεί με «στοχευμένη ανακατανομή» των πλεονασμάτων και φορολόγηση των έκτακτων εταιρικών κερδών.
Από την Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε πιο αιχμηρό λόγο. Το κόμμα πρότεινε ευρείες παρεμβάσεις στις τιμές και στα χρέη, υποστηρίζοντας ότι είναι «απαραίτητες για να προστατευθεί η κοινωνία από ένα νέο κύμα ανισότητας». Βασικά μέτρα: μηδενικός ΦΠΑ σε τρόφιμα και ενέργεια για έξι μήνες, 120 δόσεις για οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, μερική διαγραφή χρεών για πολύ μικρές επιχειρήσεις που πλήττονται από τα υψηλά επιτόκια, επιδοτήσεις ενέργειας για χαμηλά εισοδήματα και αγροτικές περιοχές, αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ έως το 2026. Η οικονομική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι η κρίση ακρίβειας είναι δομική και όχι παροδική. Προϊόν μονοπωλιακών πρακτικών και αδύναμης διαπραγματευτικής ισχύος της εργασίας.
Παρά τις ρητορικές διαφορές, οι ομιλίες της Θεσσαλονίκης αποκάλυψαν εντυπωσιακές ομοιότητες. Κάθε κόμμα εστίασε την προσοχή του: σε επιδοτήσεις για καταναλωτές, στήριξη για αγρότες, ρευστότητα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ολοι υποσχέθηκαν μέτρα ανακούφισης από τον πληθωρισμό, μέσω φοροελαφρύνσεων, μείωσης του ΦΠΑ ή άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων. Ολα τα κόμματα έθεσαν την αγοραστική δύναμη των πολιτών στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής. Οι αγρότες, όπως και οι ΜΜΕ αντίστοιχα, έλαβαν υποσχέσεις για νέες επιδοτήσεις καλλιεργειών και παραγωγής, αναδιάρθρωση χρεών και φοροελαφρύνσεις. Η αντιπολίτευση βασικά υπερθεμάτισε σε όλα τα παραπάνω.
Αυτή η, τηρουμένη των αναλογιών, σύγκλιση αποκαλύπτει ένα μόνιμο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας: τη βαθιά εξάρτησή της από τις δημόσιες παροχές, επιδοτήσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις για να διατηρείται μια εύθραυστη ισορροπία. Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να έχει δύο πρόσωπα όπως ο Ιανός: υπερπροστατευμένη για κάποιους, επισφαλής για άλλους. Η παραγωγικότητα υστερεί κατά περίπου 35% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα ποσοστά αυτοαπασχόλησης είναι τα υψηλότερα στην Ευρώπη, και σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα απασχολούνται σε επιχειρήσεις με λιγότερους από δέκα υπαλλήλους. Η οικονομική αρχιτεκτονική της χώρας είναι μικρής κλίμακας, κατακερματισμένη και υποκεφαλαιοποιημένη. Αυτό αφήνει ελάχιστα περιθώρια για αυτόματη διόρθωση από την αγορά. Το αποτέλεσμα είναι μια ισορροπία που εξαρτάται από την πολιτική (policy-dependent equilibrium). Κάθε χρόνο, οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις υποκαθιστούν την απουσία βαθέων παραγωγικών μεταρρυθμίσεων.
Στη ΔΕΘ όλα τα κόμματα εστίασαν την προσοχή τους σε επιδοτήσεις για καταναλωτές, στήριξη για αγρότες, ρευστότητα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Με αυτήν την έννοια, οι εξαγγελίες της ΔΕΘ δεν ήταν απλώς πολιτικό θέατρο. Ηταν και μια δυσάρεστη διάγνωση. Ολα τα κόμματα, ρητά ή σιωπηρά, παραδέχτηκαν ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει ρηχή, ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες (π.χ. τουρισμός) και άνισα κατανεμημένη σε επίπεδο εισοδημάτων. Τα πακέτα στήριξης είναι πολιτικά ελκυστικά γιατί προσφέρουν άμεσα, αν και πρόσκαιρα, οφέλη. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα είναι ότι εμπεδώνουν χαμηλές και χρόνιες προσδοκίες.
Οπως σημείωσε το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στη φθινοπωρινή του έκθεση, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο του ενός τρίτου του ευρωπαϊκού μέσου όρου από το 2010. Οι επενδύσεις, αν και ανακάμπτουν, παραμένουν εξαρτημένες από ευρωπαϊκά κονδύλια και όχι από ιδιωτική δημιουργία κεφαλαίου. Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων, με κάτω από δέκα εργαζομένους, παραμένει διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτά είναι σημάδια «δομικής υπανάπτυξης». Σημάδια μιας οικονομίας παγιδευμένης στη μικρή κλίμακα, στη χαμηλή καινοτομία και στην περιορισμένη εξαγωγική ικανότητα. Οι κρατικές επιδοτήσεις έχουν γίνει ταυτόχρονα πολιτική αναγκαιότητα και οικονομική συνήθεια.
Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι να απορριφθούν συλλήβδην τα μέτρα αυτά, αλλά να συνδεθεί η βραχυπρόθεσμη επιδοματική πολιτική με τον μακροπρόθεσμο παραγωγικό μετασχηματισμό. Οι επιδοτήσεις μπορούν μόνο να αγοράσουν χρόνο, που για να αξιοποιηθεί πρέπει να εισαχθούν μετρήσιμοι στόχοι εκσυγχρονισμού, όπως η ψηφιακή μετάβαση, η επαγγελματική κατάρτιση, η συμμετοχή σε ευρωπαϊκές συμπαραγωγές, ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας. Σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, τα τελευταία χρόνια των διαδοχικών κρίσεων εφαρμόστηκαν παρόμοια μέτρα στήριξης, αλλά λειτούργησαν συμπληρωματικά, και όχι ως υποκατάστατο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η Εκθεση Θεσσαλονίκης κάθε χρόνο κρατάει καθρέφτη μπροστά στο ελληνικό οικονομικό μοντέλο. Μετατρέπεται σε σκηνή υποσχέσεων, ένα βαρόμετρο δυσαρέσκειας και μια ετήσια υπενθύμιση ότι το κακέκτυπο κράτος πρόνοιας προσπαθεί να αναπληρώνει όσα η αγορά δεν μπορεί να προσφέρει. Οπως παρατήρησε κάποτε ο οικονομολόγος Ντάνι Ρόντρικ, «οι καλές οικονομίες δεν χτίζονται με μόνιμες διασώσεις, αλλά δημιουργώντας τις συνθήκες ώστε η διάσωση να μη χρειάζεται πλέον».
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

