Πριν από μία δεκαετία, ο μεγαλύτερος εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στις ΗΠΑ, η Walmart, ανακοίνωσε την αύξηση του κατώτατου μισθού της στα 9 δολάρια την ώρα. Η αύξηση, που αφορούσε σχεδόν τους μισούς από το ένα εκατομμύριο ωρομίσθιους υπαλλήλους της αλυσίδας καταστημάτων, ήταν η μεγαλύτερη που είχε δοθεί ποτέ στην ιστορία. Και δεν άρεσε καθόλου στους επενδυτές της Walmart. Μέσα σε λίγες ώρες, η μετοχή της έχασε πάνω από το 10% της αξίας της, εξανεμίζοντας κεφαλαιοποίηση ύψους 21,5 δισ. δολαρίων.
Σε λίγο καιρό όμως αυτό το επεισόδιο θα δημοσιευθεί σαν case study του Harvard Business School. Πλέον, αντιμετωπίζεται σαν μια επιτυχία που πρέπει να διδάσκεται στα αυριανά στελέχη επιχειρήσεων.
Πραγματικά, εκατοντάδες στελέχη από την Blackstone, την Bank of America και άλλες εταιρείες ταξίδεψαν πρόσφατα στην έδρα της Walmart, στο Μπέντονβιλ του Αρκανσο, για να μάθουν πώς σκοπεύει η εταιρεία να διαχειριστεί το εργατικό δυναμικό της (που πλέον μετράει 1,5 εκατ. άτομα) στο μέλλον και να ακούσουν τη θρυλική ιστορία της αύξησης μισθών του 2015 από τον CEO της. Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη κίνηση εκτιμάται ότι πυροδότησε την εκτίναξη των πωλήσεων της αλυσίδας και την επιτυχία της στο κομμάτι του online shopping.
Ασφαλώς, όταν η Walmart αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των ωρομίσθιων εργαζομένων στα καταστήματα και στις αποθήκες της, δεν το έκανε από αίσθημα φιλανθρωπίας. Η εταιρεία είχε πολύ υψηλό ρυθμό αποχωρήσεων μεταξύ των υπαλλήλων της, πολλοί εργαζόμενοι ήταν δυστυχισμένοι και τα ψώνια στα καταστήματά της ήταν συχνά μια κακή εμπειρία για τους πελάτες.
Και την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη εταιρεία λιανεμπορίου στον κόσμο βρισκόταν σε μια δύσκολη θέση: είχε γίνει τόσο μεγάλη, ώστε τα ίδια τα στελέχη της αμφέβαλλαν ότι μπορούσε να συνεχίσει να αναπτύσσεται, ενώ την ίδια στιγμή, αντιμετώπιζε έναν όλο και ισχυρότερο αντίπαλο, την Amazon.
Θεωρώντας ότι η Walmart ήταν ήδη υπερβολικά μεγάλη για να αναπτυχθεί και άλλο, η διοίκησή της προσπαθούσε να βελτιώσει τα κέρδη κρατώντας τα κόστη –και βέβαια τους μισθούς– σε χαμηλά επίπεδα, την ώρα που οι πωλήσεις ήταν στάσιμες.
Οταν όμως ο Νταγκ ΜακΜίλον ανέλαβε τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, το 2014, δεν άργησε να αντιληφθεί τι του ζητούσαν οι εργαζόμενοι: καλύτερους μισθούς, σταθερά ωράρια, πιο οργανωμένες αποθήκες και σταθερά χαμηλές τιμές στα ράφια.
Η αξία της μετοχής της εταιρείας υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ετσι, άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο για την αύξηση των μισθών. Στόχος του ήταν να μειώσει τις αποχωρήσεις υπαλλήλων, κάτι που εκτιμούσε ότι θα βελτίωνε τη λειτουργία των καταστημάτων και των αποθηκών, αυξάνοντας τελικά τις πωλήσεις.
Οταν τον Φεβρουάριο του 2015 η Walmart ανακοίνωσε ότι θα ανέβαζε τους μισθούς πάνω από το ομοσπονδιακό κατώτατο ωρομίσθιο των 7,25 δολαρίων, άλλα ονόματα του λιανεμπορίου, όπως οι Target και TJ Maxx ακολούθησαν. Μία εβδομάδα αργότερα, ο πρόεδρος Ομπάμα τηλεφώνησε στον ΜακΜίλον μέσα από το Air Force One για να του δώσει συγχαρητήρια.
Εκείνο το φθινόπωρο, σε μια συνάντηση με επενδυτές στο New York Stock Exchange, ο οικονομικός διευθυντής της Walmart παρουσίασε το κόστος της κίνησης αυτής. Θα ανερχόταν σε 2,7 δισ. δολάρια για διάστημα δύο ετών, ενώ η εταιρεία θα ξόδευε περισσότερα αργότερα για να μειώσει τις τιμές, να βελτιώσει τα καταστήματα και να αναπτύξει την online παρουσία της. Τα κέρδη ανά μετοχή θα μειώνονταν από 6% έως 12% την επόμενη χρονιά, λόγω των επενδύσεων αυτών. Καθώς η Wall Street άκουγε τα νούμερα αυτά, η μετοχή της Walmart άρχισε να κατρακυλά.
«Πρώτα τακτοποιείς το σπίτι σου πριν να καλέσεις κόσμο», είπε ο ΜακΜίλον, προσπαθώντας να εξηγήσει τη στρατηγική της εταιρείας.
Και πράγματι δικαιώθηκε. Η μετοχή της Walmart υπερδιπλασίασε την αξία της τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι πωλήσεις της εταιρείας στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί κάθε χρόνο από το 2015 και οι διεθνείς πωλήσεις της άγγιξαν τα 681 δισ. δολάρια πέρυσι, επιτρέποντάς της να διατηρήσει τον τίτλο της μεγαλύτερης σε τζίρο εταιρείας λιανεμπορίου στον κόσμο.
Ο Χιμπέρτ Ζολί, λέκτωρ στο Harvard Business School και πρώην διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών ειδών Best Buy, μελετά τον ρόλο που παίζουν οι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής στην επιτυχία των επιχειρήσεων. Του άρεσε το γεγονός ότι αρχικά η αγορά μίσησε το ίδιο το σχέδιο που τελικά αποδείχθηκε το θεμέλιο της επιτυχίας της Walmart. Ετσι το καλοκαίρι προσέγγισε τα στελέχη της Walmart για να δει εάν θα ήταν διατεθειμένα να του μιλήσουν για ένα case study του Harvard Business School. Και αυτοί δέχθηκαν.
Ο Ζολί ελπίζει ότι οι φοιτητές θα χρησιμοποιήσουν αυτό το case study για να κατανοήσουν καλύτερα την απόδοση των επενδύσεων σε εργαζομένους. «Στόχος μου είναι να ενθαρρύνω περισσότερους επιχειρηματικούς ηγέτες να έχουν το θάρρος, αλλά και τα εργαλεία, για να είναι σε θέση να λάβουν αυτή την απόφαση», εξήγησε στη Wall Street Journal.

