Η Ελλάδα το 2025 ζει μια τουριστική χρονιά-ρεκόρ. Το εμπεδώσαμε με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το επτάμηνο του έτους. Τα έσοδα από ξένους επισκέπτες αυξάνονται με ρυθμό διψήφιο. Περίπου επιπλέον 1,3 δισ. ευρώ μπήκε στην οικονομία μας από ξένους τουρίστες μέχρι τα τέλη Ιουλίου.
Μαζί ενισχύθηκαν και οι καταθέσεις στις τράπεζες. Πάνω από 2 δισ. αυξήθηκαν τα χρήματα που βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς επιχειρήσεων στα τέλη Αυγούστου. Μη γελιόμαστε, πρόκειται κυρίως για το επιπλέον έσοδο που φέρνει και φέτος ο τουρισμός. Λόγω του τουρισμού, επίσης, η αγορά συνεχίζει να απολαμβάνει τους δυνατούς κύκλους κατανάλωσης των τελευταίων ετών. Ολα αυτά ξεκινούν από ένα σημείο: το αεροδρόμιο.
Και όμως, στο πιο κρίσιμο «στενό» του συστήματος –τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας, και μάλιστα στο σημαντικότερο αεροδρόμιο της χώρας– συνεχίζουμε να παίζουμε με τη φωτιά.
Οι ελεγκτές καταγγέλλουν υποστελέχωση και αδυναμία να ανοίξουν νέοι τομείς. Η ίδια η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας παραδέχεται την ανάγκη, γι’ αυτό και προγραμματίζει σχεδόν 100 προσλήψεις. Στο μεταξύ, όμως, το «Ελ. Βενιζέλος» και τα περιφερειακά αεροδρόμια δέχονται ιστορικά υψηλό όγκο πτήσεων. Οταν η χωρητικότητα εξαντλείται, η αλυσίδα δεν σπάει μόνο για τον επιβάτη που θα καθυστερήσει, σπάει για τον ξενοδόχο, τον εστιάτορα, το ταξί και τελικά για το κράτος, που χάνει έσοδα.
Αν χαθεί η ομαλή ροή αφίξεων, χάνεται και η πιο ισχυρή πηγή ανάπτυξης που διαθέτουμε σήμερα.
Παρόμοια προβλήματα υπάρχουν και σε άλλες χώρες. Η Γαλλία φέτος έζησε αλλεπάλληλες απεργίες με ακυρώσεις σε όλη την ήπειρο, η Ισπανία έχει σταθερά σημεία συμφόρησης, ενώ ακόμη και η Γερμανία της πειθαρχίας βλέπει τα FIR της να «κοκκινίζουν» στις αναφορές της Eurocontrol. Για την Ελλάδα, όμως, το πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Πάνω από το 25% του ΑΕΠ μας τροφοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από τον τουρισμό. Είναι αυτός που φουσκώνει τα έσοδα του κράτους, στηρίζει την κατανάλωση και γεμίζει τις τράπεζες με καταθέσεις. Αν χαθεί η ομαλή ροή αφίξεων, χάνεται και η πιο ισχυρή πηγή ανάπτυξης που διαθέτουμε σήμερα.
Η Ευρώπη συνολικά άργησε να καταλάβει ότι η μετά COVID «έκρηξη» της ζήτησης θα δοκίμαζε τα όρια των συστημάτων. Στην Ελλάδα, αυτή η αργοπορία είναι πολυτέλεια που δεν αντέχουμε. Οι επενδύσεις σε προσωπικό, τεχνολογία και οργάνωση δεν είναι επιλογή, είναι μονόδρομος. Αλλιώς, το επόμενο καλοκαίρι δεν θα μας φταίνε οι ελεγκτές – θα μας φταίει που δεν θελήσαμε να δούμε την πραγματικότητα.
Η απόφαση των ελεγκτών να λήξουν (η μείωση των απογειώσεων-προσγειώσεων και οι καθυστερήσεις αυτό σημαίνει) την τουριστική περίοδο στις 25 Σεπτεμβρίου απειλεί την επέκταση της τουριστικής περιόδου προς το φθινόπωρο. Ειδικά φέτος για πρώτη φορά σε αυτό το μέγεθος έδειχνε να επιτυγχάνονται αυξημένες αφίξεις και πληρότητα Οκτώβριο και Νοέμβριο όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και στα νησιά.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν έχουν δίκιο οι ελεγκτές. Είναι αν το κράτος έχει σχέδιο για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Γιατί αν περιμένουμε να λυθούν όλα με ημίμετρα και πρόχειρες μεταθέσεις, θα συνεχίσουμε να βάζουμε τον τουρισμό μας σε ομηρία και την εικόνα της χώρας σε μόνιμη αναμονή.

