«Η μείωση του ΦΠΑ δεν θα περάσει στις τελικές τιμές, ενώ τη μείωση των άμεσων φόρων θα την πάρει κατευθείαν στην τσέπη του ο φορολογούμενος», ήταν ένα βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης, εξηγώντας τις επιλογές της στα φορολογικά μέτρα της ΔΕΘ.
Μύθος ή αλήθεια; Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, το επιχείρημα αυτό είναι ισχυρό. Η μελέτη (των οικονομολόγων Γ. Παλαιοδήμου, Δ. Παπαδημητρίου) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μετακύλιση μιας προσωρινής μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ στις τελικές τιμές είναι μόλις 19%-25%, ενώ μια μόνιμη μείωση σχεδόν τη διπλασιάζει. Υπό προϋποθέσεις, ωστόσο, υποστήριζε η ίδια μελέτη, το μέτρο μπορεί να γίνει αποτελεσματικότερο.
Μύθοι και αλήθειες, επιχειρήματα υπέρ και κατά κατακλύζουν τον πολιτικό διάλογο και γενικότερα τη φιλολογία για τον ΦΠΑ: αν είναι ένας δίκαιος ή άδικος φόρος, αν είναι σκόπιμο να μειώνεται σε μια χώρα υψηλής συμμετοχής της κατανάλωσης στο ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, αν η μείωσή του επιβαρύνει δυσανάλογα τον προϋπολογισμό σε σχέση με το όφελος που προσφέρει.
Το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές στην Ευρώπη και από τις υψηλότερες αναλογίες εσόδων από έμμεσους έναντι των άμεσων φόρων. Η μεγάλη αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ, εξάλλου, υπήρξε μνημονιακό απότοκο: Οι συντελεστές 9% και 19% του 2010 έγιναν 13% και 24% για να μειώσουν το έλλειμμα. Λογικά, κάποια στιγμή μπορεί να αναμένεται κάποια εξισορρόπηση.
Η μεγάλη αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ υπήρξε μνημονιακό απότοκο: οι συντελεστές 9% και 19% του 2010 έγιναν 13% και 24% για να μειώσουν το έλλειμμα.
Στην «Κ» διατύπωσαν τις απόψεις τους για τους μύθους και τις αλήθειες αυτές ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης, ο πρώην υπουργός και ομότιμος καθηγητής ΟΠΑ Νίκος Χριστοδουλάκης και ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας.
Ο φόρος είναι άδικος για τους φτωχότερους, κατά τον κ. Χριστοδουλάκη. Οι φτωχότερες τάξεις καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους και συνεπώς επιβαρύνονται αναλογικά περισσότερο από τον ΦΠΑ, ενώ επιπλέον οι ίδιες επιβαρύνονται και μέσω της αύξησης του πληθωρισμού. Αντίθετα, προσθέτει, ο πληθωρισμός όχι μόνο δεν επηρεάζει τα περιουσιακά στοιχεία των πλουσιότερων, αλλά και αυξάνει τη σχετική αξία τους.
Για να είναι αποτελεσματική η μείωση του ΦΠΑ, σύμφωνα με τον κ. Χριστοδουλάκη, πρέπει να είναι αιφνιδιαστική και σημαντική. «Αν μειωθεί ο συντελεστής μία-δύο μονάδες, κανένας δεν θα το αντιληφθεί. Πρέπει να μειωθεί, για παράδειγμα, 10 μονάδες, σε επιλεγμένα είδη, έτσι ώστε ο καταναλωτής να περιμένει την άλλη μέρα στο σούπερ μάρκετ να τα αγοράσει 10% φθηνότερα. Σταδιακά, όταν εδραιωθεί η επιτυχία του μέτρου, μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα είδη. Δεύτερον, πρέπει λειτουργήσει ένας μηχανισμός παρακολούθησης, με δειγματοληψίες πριν και μετά τη μείωση, και να καλούνται οι καταναλωτές να κάνουν κι αυτοί ελέγχους».
Ο φόρος είναι άδικος για τους φτωχότερους, κατά τον κ. Χριστοδουλάκη. Οι φτωχότερες τάξεις καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους και συνεπώς επιβαρύνονται αναλογικά περισσότερο από τον ΦΠΑ, ενώ επιπλέον οι ίδιες επιβαρύνονται και μέσω της αύξησης του πληθωρισμού.
Στο ερώτημα αν μπορεί να αντέξει ο προϋπολογισμός την απώλεια των εσόδων από μια σημαντική μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, ο κ. Χριστοδουλάκης σημειώνει, πρώτον, ότι αυτή θα γίνει σταδιακά και, δεύτερον, ότι οι μειωμένοι συντελεστές θα αποτελέσουν κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής. «Ενας μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ», λέει, «θα λειτουργούσε λιγότερο αποτρεπτικά στο να μην κόψει απόδειξη π.χ. ο υδραυλικός, που προσθέτει 24% στην τιμή. Μάλιστα, προσωπικά πιστεύω ότι σε υπηρεσίες που δεν έχουν παραγωγικό βάθος, όπως π.χ. στους δικηγόρους, ο ΦΠΑ πρέπει είτε να μειωθεί πολύ είτε να μηδενιστεί. Ενας δικηγόρος που ζητάει αμοιβή 2.000 ευρώ χωρίς απόδειξη και 2.480 ευρώ με απόδειξη δεν σου αφήνει επιλογή, ενώ αν ο φόρος ήταν π.χ. 6%, θα έλεγες ίσως ας πληρώσω τα 120 ευρώ, για να πληρώσει κι αυτός τον φόρο του. Θα υπερσκέλιζε έτσι τις όποιες απώλειες λόγω χαμηλού συντελεστή».
Στη σημερινή φάση της οικονομίας μας είναι περισσότερο σκόπιμο να υποστηρίζεται η εργασία παρά η κατανάλωση, υποστηρίζει ο κ. Βέττας. Επομένως, λέει, «σωστά η οικονομική πολιτική τα τελευταία χρόνια έχει δώσει προτεραιότητα στη μείωση της επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας σε σχέση με τη μείωση του ΦΠΑ, ανεξάρτητα και από το πόσο η τελευταία θα περνούσε στις τιμές, κάτι που είναι ένα επιμέρους ερώτημα».
Ο ίδιος σημειώνει, όμως, ότι σύντομα μπορεί να έρθει η ώρα να μειωθεί και ο ΦΠΑ. Οπως εξηγεί, «καθώς περνάει η οικονομία από τη σταθεροποίηση στην ισχυροποίηση, πρέπει να μειωθούν και οι συντελεστές ΦΠΑ, συμπεριλαμβάνοντας και τις επιμέρους αγορές όπου υπάρχουν στρεβλώσεις λόγω λαθραίων πωλήσεων». Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι σε έναν ορίζοντα δύο χρόνων θα μπορούσε να γίνει μια μείωση, μαζί με την περιστολή της παραοικονομίας και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Ο ίδιος συμφωνεί ότι τα υψηλά ποσοστά του ΦΠΑ μπορεί να ωθούν, ειδικά σε κάποιες αγορές, στη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή. Επικαλείται, για παράδειγμα, πολλές υπηρεσίες που επιβαρύνονται με 24% και δηλώνουν λίγα μόνο εισοδήματα, ενώ αν επιβαρύνονταν με μικρότερο ποσοστό, ίσως πλήρωναν αυτό τον φόρο, μαζί και με φόρο εισοδήματος.
Στη σημερινή φάση της οικονομίας μας είναι περισσότερο σκόπιμο να υποστηρίζεται η εργασία παρά η κατανάλωση, επισημαίνει ο κ. Βέττας. Επομένως, «σωστά, η οικονομική πολιτική έχει δώσει προτεραιότητα στη μείωση της επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας σε σχέση με τη μείωση του ΦΠΑ».
Στο ερώτημα, πάντως, για το μεγάλο ύψος των συντελεστών ΦΠΑ στην Ελλάδα σε σύγκριση με το εξωτερικό, σημειώνει ότι αυτό είναι μια κληρονομία των μνημονίων που δικαιολογείται από το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας, ιδίως την εποχή εκείνη.
«Το να έχεις υψηλούς φόρους στην κατανάλωση και χαμηλότερους στην εργασία είναι κατ’ αρχήν τρόπος να προσομοιάσεις την περίφημη εσωτερική υποτίμηση σε μια χώρα με χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Μια χώρα με τα δικά μας ελλείμματα, αναγκαστικά ρίχνει το βάρος της φορολόγησης στην κατανάλωση και όχι στην εργασία. Αν μειώναμε τον ΦΠΑ σε βάρος του φόρου εισοδήματος, θα μας χτυπούσε ακόμη περισσότερο στο εξωτερικό ισοζύγιο, καθώς θα τόνωνε την κατανάλωση, που μεγάλο μέρος της οδηγεί σε εισαγωγές, ενώ θα επιβαρύνονταν οι εξαγωγές». Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας και ο εξορθολογισμός άμεσων και έμμεσων φόρων είναι συγκοινωνούντα δοχεία για την ανάπτυξη της οικονομίας μας.
Κωστής Χατζηδάκης: «Λεφτόδεντρα» δεν υπάρχουν
Από το 2019 και μετά η χώρα μας έχει επιτύχει έναν ιδιαίτερα θετικό συνδυασμό: υψηλή ανάπτυξη και σημαντική βελτίωση των δημοσίων οικονομικών. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να μειώνουμε φόρους, την ώρα που σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες οι φόροι αυξάνονται. Φυσικά, κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να μειώσει όλους τους φόρους, όμως στον πραγματικό κόσμο ισχύουν ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί περιορισμοί που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και θέτουν σαφή όρια στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες. Διαφορετικά, το κράτος-μέλος εισέρχεται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, με προφανείς δυσμενείς συνέπειες για τη χώρα και τους πολίτες.
Με τον δεδομένο δημοσιονομικό χώρο, απαιτούνται προτεραιότητες ως προς το ποιες μειώσεις φόρων θα υλοποιηθούν. Οπως αποτυπώνεται στη φορολογική μεταρρύθμιση της ΔΕΘ, η κυβέρνηση εστιάζει στους φόρους παραγωγής, περιλαμβανομένων των φόρων εισοδήματος, δίνοντας έμφαση στη μεσαία τάξη, αλλά και επιπλέον όφελος σε νέους και οικογένειες με παιδιά. Η επιλογή αυτή βασίζεται σε τρεις λόγους:
Πρώτον, οι μειώσεις άμεσων φόρων αυξάνουν με αποτελεσματικό τρόπο την αγοραστική δύναμη, αφού το όφελος περνά εξ ολοκλήρου στον πολίτη, χωρίς να παρεμβάλλονται τρίτοι. Δεύτερον, έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, στην παραγωγή υψηλής αξίας, ενώ παράλληλα δίνουν κίνητρα στους νέους που εργάζονται. Τρίτον, μπορεί να συμβάλουν θετικά στις δημογραφικές προοπτικές, καθώς η αύξηση εισοδήματος με μόνιμο τρόπο δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας για τη δημιουργία οικογένειας.
Συνολικά, όλες οι φοροελαφρύνσεις των τελευταίων ετών συνεισφέρουν στη μεταρρύθμιση του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Αντίθετα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η μείωση των έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, δεν αυξάνει αποτελεσματικά την αγοραστική δύναμη, καθώς μεγάλο μέρος της απορροφάται από τους ενδιάμεσους. Επιπλέον, μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνει ότι βραχυπρόθεσμα μόλις 20%-25% μιας τέτοιας μείωσης φτάνει στον καταναλωτή. Γιατί, λοιπόν, ο πολίτης να μην έχει άμεσο όφελος στην τσέπη του με τη μείωση των άμεσων φόρων και να προσδοκά απλώς ότι μπορεί να έχει κάποιο όφελος μέσω τρίτων;
Στη Βουλή θα φανεί ποια κόμματα θα στηρίξουν τις άμεσες φοροελαφρύνσεις. Οσοι προτείνουν ταυτόχρονα και μείωση του ΦΠΑ, οφείλουν να εξηγήσουν ποιους νέους φόρους θα θεσπίσουν. Διαφορετικά, η συζήτηση γυρίζει στα «λεφτόδεντρα» της περασμένης δεκαετίας.
*Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.

