Η καμπύλη της αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία, σε συνάρτηση με το ύψος των δασμών στην πράξη και την πορεία των προβλέψεων για την ανάπτυξη, οδηγεί σε δύο βασικά συμπεράσματα για την οικονομική πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται στη δεύτερη θητεία Τραμπ. Πρώτον, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, παρότι δεν εφαρμόζει τις πιο μαξιμαλιστικές από τις εξαγγελίες του. Δεύτερον, όσο περισσότερο αθετεί τις υποσχέσεις του, τόσο καλύτερες προβάλλουν οι προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Πώς τα μπρος-πίσω του Αμερικανού προέδρου «τραυματίζουν» την ψυχολογία στις οικονομίες, προκαλώντας κρίση εμπιστοσύνης η οποία δεν συντονίζεται απαραίτητα με τις εξελίξεις στο πεδίο.
Παρά το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, δεν έχουν επιβεβαιωθεί τα χειρότερα σενάρια όπως αυτά πηγάζουν από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, οι αναλύσεις οικονομικών οίκων και διεθνών οργανισμών συνεχίζουν να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικές αναφορικά με τα ρίσκα που εγκυμονεί για την παγκόσμια οικονομία ο εμπορικός πόλεμος. Ενδεικτική είναι η συμπεριφορά της καμπύλης του Παγκόσμιου Δείκτη Αβεβαιότητας (WUI), η οποία καταδεικνύει ότι η αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία παραμένει υψηλή ακόμη και όταν οι πραγματικοί δασμολογικοί συντελεστές μειώνονται σε σχέση με τις προσωρινές ανακοινώσεις του Αμερικανού προέδρου (βλ. γράφημα που ακολουθεί).

Προς επίρρωση της διαπίστωσης, ο δείκτης της αβεβαιότητας συγχρονιζόταν με το ύψος των αμερικανικών δασμών μέχρι τη στιγμή που καταγράφηκε η έξαρση της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ μέσα από τις σχετικές εκρηκτικές ανακοινώσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με την εξέλιξη της πρόβλεψης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την παγκόσμια ανάπτυξη, η αντίστοιχη καμπύλη επιδεινώθηκε στο αποκορύφωμα του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ τον Απρίλιο, για να βελτιωθεί στη συνέχεια – όσο οι αμερικανικοί δασμοί που εφαρμόζονταν απέκλιναν από τις αρχικές ανακοινώσεις Τραμπ (βλ. γράφημα που ακολουθεί).

Η αρχική, ενδεχομένως, υπέρμετρη αντίδραση της παγκόσμιας οικονομίας στην «ημέρα της απελευθέρωσης» και τελικά οι χαμηλότεροι πραγματικοί συντελεστές δασμών στην πράξη οδήγησαν στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, η οποία ωστόσο δεν έχει αντιστρέψει το κλίμα της αβεβαιότητας για τις προοπτικές της οικονομίας – η ζημιά είχε ήδη σημειωθεί και, εξάλλου, οι δασμοί των ΗΠΑ είναι σε κάθε περίπτωση αυξημένοι. Κυρίως, όμως, μια επαναφορά της απειλής για ακόμα υψηλότερους δασμούς από τις ΗΠΑ είναι διαδικασία απολύτως ανοιχτή, ικανή να δρομολογήσει εξελίξεις που θα συντελέσουν σε ασθενέστερη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας – άλλωστε, συνεχίζεται η μετάθεση προθεσμιών καθώς είναι ακόμη σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ, εν είδει μπρα ντε φερ, με κρίσιμους εμπορικούς εταίρους τους, όπως η Κίνα και η Ινδία.
Επιπλέον, η αδυναμία των ΗΠΑ να παρέμβουν δραστικά κλείνοντας βασικές γεωπολιτικές εστίες, όπως οι πόλεμοι της Ουκρανίας και της Γάζας, συντηρεί τις εντάσεις και τα ρίσκα που τις συνοδεύουν για νέες αναταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες – με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη διαμόρφωση των τιμών, τις νομισματικές πολιτικές, τους δημοσιονομικούς σχεδιασμούς και τελικά τις προβολές για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Αντιθέτως, εάν με πρωτοβουλία των ΗΠΑ οι εμπορικές σχέσεις διασφάλιζαν ένα σταθερό, προβλέψιμο πλαίσιο με μειωμένους δασμούς, η πορεία θα ήταν αντίστροφη – καθώς οι εξελίξεις σε αυτό το σενάριο θα εμπέδωναν ξανά τη σταθερότητα αποκαθιστώντας την ψυχολογία στην παγκόσμια οικονομία. Σημειωτέον, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ φανερώνει σημάδια μετακύλισης μέρους των δασμών στις τιμές, με μια σειρά ενδιάμεσων αγαθών για τους παραγωγούς να εμφανίζουν αυξημένα κόστη.
Συμπερασματικά, η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας υποδηλώνει περισσότερο τους κινδύνους από τις στρεβλώσεις που προκαλούν οι δασμοί, παρά τις ευκαιρίες που προς στιγμήν δημιουργεί η διάψευση των χειρότερων σεναρίων.

