Τα φορολογικά μέτρα τα οποία ανακοίνωσε η κυβέρνηση στη ΔΕΘ αποτελούν ένα πρώτο αλλά ουσιαστικό βήμα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της δικαιοσύνης και της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας.
Οπως είχαμε επισημάνει και στη μελέτη την οποία δημοσίευσε η Eurobank τον Αύγουστο, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος είναι προτιμητέο να χρησιμοποιηθεί για παρεμβάσεις στη φορολογία εισοδήματος και όχι στην έμμεση φορολογία (ΦΠΑ). Αυτό ισχύει όχι μόνο για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών, και κυρίως των μισθωτών, είχε αυξηθεί λόγω της μεταπήδησης σε υψηλότερο φορολογικό κλιμάκιο εξαιτίας του πληθωρισμού. Ενας εξίσου σημαντικός λόγος είναι διότι αυτό είναι πιο συμβατό με το επιδιωκόμενο παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας και την ευθυγράμμιση των κινήτρων προς αυτή την κατεύθυνση. Με απλά λόγια, κάθε μείωση του ΦΠΑ, στον βαθμό που δεν διαρρέει προς τους πωλητές και φτάνει στον καταναλωτή, λειτουργεί ως κίνητρο για περαιτέρω ενίσχυση της κατανάλωσης. Αυτό σε μια χώρα στην οποία η ιδιωτική κατανάλωση συνιστά σχεδόν 70% του ΑΕΠ και η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι αρνητική, στερώντας πόρους από τις επενδύσεις, δεν είναι μια ορθή πολιτική. Το φορολογικό σύστημα οφείλει να εστιάζει στην ενθάρρυνση της αποταμίευσης έναντι της κατανάλωσης, ώστε να αυξηθούν οι εγχωρίως διαθέσιμοι πόροι για επενδύσεις, άνευ των οποίων δεν υπάρχει ανάπτυξη και βιώσιμη βελτίωση εισοδημάτων. Επιπλέον, η μελέτη μας τόνιζε ότι πρέπει να ενισχυθεί η επίσημη μισθωτή εργασία ως πιο συμβατή με ένα πρότυπο ανάπτυξης βασισμένο σε μεγαλύτερες οικονομικές μονάδες, που επενδύουν σε γνώση και καινοτομία κι εξάγουν.
Τέλος, η άρση της υπερφορολόγησης των εισοδημάτων ενισχύει τα κίνητρα για προσφορά εργασίας και ωθεί δραστηριότητες από την γκρίζα στην επίσημη οικονομία. Γι’ αυτούς τους λόγους, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου σήμερα δημοσιονομικού χώρου (1,2 δισ. εκ των συνολικά 1,76 δισ. το 2026 και 1,6 δισ. εκ των 2,4 δισ. το 2027) αφιερώθηκε σε αυτό και όχι σε επιδόματα και μειώσεις έμμεσων φόρων αποτελεί μια νέα αφετηρία. Η μορφή παρέμβασης που επελέγη, παρότι δεν έχει τη συστηματικότητα που θα είχε μια εκδοχή τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας, εντούτοις είναι αρκετά ευμεγέθης ώστε να υπερβαίνει το όφελος που θα προσέφερε μια πλήρης τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας για το 2025, αντισταθμίζοντας και μέρος της αύξησης της φορολογίας της προηγούμενης χρονιάς, χωρίς να διακυβεύει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η ελάφρυνση είναι σημαντική σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο και ευκταίο θα ήταν να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια κατά προτεραιότητα όσο προκύπτει δημοσιονομικός χώρος, για να αντισταθμίζεται η αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού.
Θετικά αξιολογείται και το γεγονός ότι για πρώτη φορά επωφελούνται τα μεσαία και τα ανώτερα μεσαία στρώματα των μισθωτών, ιδίως του ιδιωτικού τομέα, τα οποία έως τώρα εξαιρούνταν κάθε ωφελήματος παρά το γεγονός ότι αποτελούν τον βασικό αιμοδότη του προϋπολογισμού και έφεραν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ας μη λησμονείται ότι ποσοστό 67% περίπου των πολιτών πληρώνουν μηδέν ή κάτω από 30 ευρώ φόρο εισοδήματος λόγω των εκπτώσεων φόρου και της απόκρυψης εισοδημάτων – και οι υπόλοιποι φέρουν πολύ υψηλότερη επιβάρυνση για να αντισταθμιστούν τα διαφυγόντα έσοδα από τους πρώτους. Ακόμη σημαντικότερο, οι μισθωτοί που έχουν μεσαία εισοδήματα και άνω είναι, σε μεγάλο βαθμό, άνθρωποι υψηλότερων προσόντων, αυτοί και αυτές που θέλουμε να κρατήσουμε στη χώρα ή και να προσελκύσουμε να επιστρέψουν εάν έχουν φύγει στο εξωτερικό, διότι η δική τους συμβολή είναι κρίσιμη για την αύξηση της γνώσης και της τεχνολογίας που ενσωματώνεται στην ελληνική παραγωγή, και άρα στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και για τους υπόλοιπους εργαζομένους. Η μείωση των μεσαίων συντελεστών αλλά και η μετατόπιση του κατωφλίου επιβολής του ανώτερου φορολογικού συντελεστή 44%, από τις 40.000 ευρώ που ήταν μέχρι τούδε στις 60.000 ευρώ, αναγνωρίζει στην πράξη ότι, με τα σημερινά επίπεδα τιμών, οι άνθρωποι που έχουν ένα τέτοιο εισόδημα δεν λογίζονται ως πλούσιοι για να «τιμωρούνται» με τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή, αλλά μεσαία στρώματα. Η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί και τα επόμενα έτη, δεδομένου ότι το κατώφλι επιβολής του ανώτατου συντελεστή 44% παραμένει χαμηλό σε σύγκριση με άλλες χώρες αλλά και διότι ο ενδιάμεσος συντελεστής 39% που επιβλήθηκε δεν είναι χαμηλός.
Θετική αξιολογείται επίσης και το γεγονός ότι η έμφαση των φοροελαφρύνσεων εδόθη στις οικογένειες με παιδιά. Οπως επίσης ανέδειξε η μελέτη της Eurobank, με το προηγούμενο σύστημα φορολόγησης η συνολική επιβάρυνση ενός ζευγαριού με δύο παιδιά στην Ελλάδα (περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών εισφορών) ήταν η μεγαλύτερη στον ευρωπαϊκό Νότο. Ασφαλώς η ελάφρυνση δεν θα λύσει από μόνη της το υπαρξιακό εθνικό πρόβλημα της υπογεννητικότητας, το οποίο είναι ένα σύνθετο ζήτημα με πολιτισμικά και ταυτοτικά αίτια, είναι ωστόσο ένα κίνητρο στη σωστή κατεύθυνση για όσους επιθυμούν να κάνουν παιδιά. Εφεξής, η έμφαση πρέπει να δοθεί στη δημιουργία υποστηρικτικών δομών για τις νέες μητέρες, και ιδίως βρεφονηπιακών σταθμών και ολοήμερων μονάδων, που έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι είναι από τα λίγα μέτρα που παράγουν αποτελέσματα.
Το φορολογικό σύστημα οφείλει να εστιάζει στην ενθάρρυνση της αποταμίευσης έναντι της κατανάλωσης, ώστε να αυξηθούν οι εγχωρίως διαθέσιμοι πόροι για επενδύσεις.
Πέραν των αμιγώς φορολογικών μέτρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ όμως, σημαντική για την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής εν γένει είναι και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 500 εκατ. ευρώ που ανακοινώθηκε τον Απρίλιο, και γενικότερα με τη χρήση και των πόρων του ΤΑΑ. Οι δημόσιες επενδύσεις δεν έχουν το μέγεθος να αντικαταστήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες είναι πολύ σημαντικό να αυξηθούν επίσης με διατηρήσιμο τρόπο, είναι όμως δαπάνες με υψηλό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ και είναι πολύ σημαντικές για τη μεταρρύθμιση του παραγωγικού προτύπου της χώρας.
Στον αντίποδα, η σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, αν και είναι κατανοητοί οι λόγοι για την εφαρμογή της, συνιστά μια απόκλιση –υπέρ των παλαιότερων συνταξιούχων– από την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ καταβληθεισών εισφορών και μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία αποτελεί τη βάση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και η οποία ισχύει για τους νέους συνταξιούχους. Πάντως, το κόστος είναι διαχειρίσιμο.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ίσως σημαντικότερες όλων των παρεμβάσεων είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σε αυτό το πεδίο, η ολοκλήρωση των ειδικών χωροταξικών πλαισίων και των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων πρέπει να επισπευστεί ώστε να προλάβει τη δημιουργία τετελεσμένων. Αποτελεί κομβική μεταρρύθμιση που θα προσφέρει διαφάνεια και σαφήνεια στις χρήσεις γης, παράγων κρίσιμος για την κινητροδότηση των επενδύσεων αλλά και για την ανάσχεση της άναρχης δόμησης, η οποία προκαλεί τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημία στο φυσικό και αστικό περιβάλλον. Κατ’ αυτό, η μεταφορά της πολεοδομίας στο Κτηματολόγιο είναι μια ενδιαφέρουσα σκέψη, στον βαθμό στον οποίο το προηγούμενο καθεστώς (της ένταξης στους δήμους), κατά κοινή ομολογία, έχει αποτύχει στην καταπολέμηση της παραβατικότητας. Ασφαλώς, η μεταρρύθμιση θα κριθεί στην πράξη σε συνάρτηση και με τις πρόνοιες στελέχωσης των υπηρεσιών, τη βελτίωση της σαφήνειας και της αυστηρότητας της νομοθεσίας, καθώς και το πλέγμα κινήτρων που θα εφαρμοστεί. Κατά δεύτερον, η εφαρμογή του Εθνικού Απολυτηρίου μπορεί να συνεισφέρει στη βελτίωση του αυτόνομου εκπαιδευτικού ρόλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά, δυνητικά, και στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού βαθμών που τη χαρακτηρίζει σήμερα, ώστε να ευθυγραμμιστούν τα κίνητρα και να εντοπιστούν οι περιοχές προς παρέμβαση.
*Ο δρ Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank.

