Η βιωσιμότητα αναδεικνύεται πλέον όλο και περισσότερο σε βασικό μοχλό δημιουργίας αξίας και όχι απλώς σε εργαλείο διαχείρισης κινδύνων ή συμμόρφωσης με ευρωπαϊκές και άλλες νομοθεσίες. Σύμφωνα με την πρόσφατη ετήσια έρευνα Sustainable Signals: Corporates 2025 της Morgan Stanley, το 88% των εταιρειών παγκοσμίως θεωρεί ότι οι πρακτικές ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση) συμβάλλουν άμεσα στη μακροπρόθεσμη αξία. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με το 2024 (οπότε ανερχόταν στο 85%). Αντίστοιχη έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE) το 2024 σε Αμερική, Καναδά και Ευρώπη είχε επιπλέον αναδείξει τη συσχέτιση κερδοφορίας και στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης/ESG για τις επιχειρήσεις που έχουν ενσωματώσει τις πρακτικές ESG στη λειτουργία και στη στρατηγική τους.
Το 53% των εταιρειών βλέπει τη βιωσιμότητα ως κύριο μοχλό αξίας, σύμφωνα με την έρευνα της Morgan Stanley. Μόνο το 12% εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει ως εργαλείο περιορισμού κινδύνων – ποσοστό που μειώθηκε από το 15% πέρυσι.
Η αλλαγή αυτή αντανακλά τη διευρυμένη πίεση από επενδυτές, καταναλωτές και ρυθμιστικές αρχές, αλλά και την αναγνώριση ότι οι βιώσιμες στρατηγικές ενισχύουν την πρόσβαση σε κεφάλαια, τη φήμη και κυρίως την ανθεκτικότητα απέναντι σε κρίσεις, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην κερδοφορία.
Η αποδοχή της βιωσιμότητας ως στρατηγικής αξίας αυξήθηκε σημαντικά στις ΗΠΑ και στον Καναδά φθάνοντας στο 89% και στην Ευρώπη φθάνοντας στο 94%. Στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, ωστόσο, παρατηρείται τάση να θεωρείται κυρίως εργαλείο διαχείρισης κινδύνων. Αν γινόταν η αντίστοιχη έρευνα στην Ελλάδα, πιθανόν τα αποτελέσματα να ήταν αντίστοιχα με αυτά της Ασίας, μια και η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχουν κατανοήσει πέρα από την ανάγκη συμμόρφωσης πως τα κριτήρια ESG δημιουργούν αξία για τις ίδιες, και οι λόγοι είναι πολλοί. Ελλειψη εκπαίδευσης, επιδερμικές προσεγγίσεις, έλλειψη μακροχρόνιας δέσμευσης, κόστος εφαρμογής είναι μερικά από αυτά.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σημαντική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι το 83% των εταιρειών μπορεί πλέον να μετρήσει την απόδοση της επένδυσης (ROI) για τις πρωτοβουλίες βιωσιμότητας, με τον ίδιο τρόπο που αξιολογεί άλλες στρατηγικές επενδύσεις. Παράλληλα, το 65% δηλώνει ότι τα αποτελέσματα των στρατηγικών ESG ανταποκρίνονται ή υπερβαίνουν τις προσδοκίες τους.
Στους βασικούς επιταχυντές της μετάβασης ξεχωρίζουν:
Οι τεχνολογικές καινοτομίες (33%).
H βιωσιμότητα έχει περάσει από το στάδιο της θεωρητικής συζήτησης στη σφαίρα των επιχειρηματικών αποφάσεων.
Η αυξανόμενη ζήτηση από πελάτες (28%).
Πάνω από το 57% των επιχειρήσεων της ίδιας έρευνας δήλωσε ότι επηρεάστηκε από φυσικά κλιματικά φαινόμενα τον τελευταίο χρόνο, με το ποσοστό να φθάνει στο 73% στην Ασία – Ειρηνικό. Τα πιο συχνά καταγεγραμμένα περιστατικά ήταν η ακραία θερμοκρασία (55%) και οι καταιγίδες (53%).
Οι επιπτώσεις περιελάμβαναν αυξημένο λειτουργικό κόστος (54%), διαταραχές στην εργασία (40%) και απώλειες εσόδων λόγω προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα (39%). Ειδικά στην Ελλάδα οι φωτιές και οι πλημύρες επηρεάζουν κάθε χρόνο τη λειτουργία εκατοντάδων επιχειρήσεων.
Η εικόνα που προκύπτει είναι σαφής: η βιωσιμότητα έχει περάσει από το στάδιο της θεωρητικής συζήτησης στη σφαίρα των επιχειρηματικών αποφάσεων. Αποτελεί πλέον στρατηγική προτεραιότητα με άμεσο οικονομικό και λειτουργικό αντίκτυπο ειδικά για τα μέλη κάθε Δ.Σ. και CEO των επιχειρήσεων, και σε αυτό το σημείο ίσως να υστερεί περισσότερο η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι οργανισμοί που θα ενσωματώσουν εγκαίρως ολοκληρωμένα κριτήρια ESG στις λειτουργίες τους αναμένεται να αποκτήσουν ουσιαστικό πλεονέκτημα έναντι εκείνων που παραμένουν αδρανείς. Και το σημαντικότερο είναι ότι η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η δημιουργία προστιθέμενης αξίας μέσα από τη βιωσιμότητα δεν είναι πλέον θεωρητική υπόθεση, αλλά μια ευκαιρία με άμεσο και μετρήσιμο αντίκτυπο.
*Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE), επισκέπτης καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

