Αρθρο του Αντώνη Ζαΐρη στην «Κ»: Κρίσιμες νησίδες στην ελληνική οικονομία

Αρθρο του Αντώνη Ζαΐρη στην «Κ»: Κρίσιμες νησίδες στην ελληνική οικονομία

3' 14" χρόνος ανάγνωσης

Οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας μας είναι αναμφίβολες και δεδομένες. Υπάρχει ένα θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα στα 5,34 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου 2025 (έναντι στόχου 1,055 δισ. και επίτευξη της προηγούμενης χρονιάς στα 3,19 δισ.), τα φορολογικά έσοδα βρίσκονται στα 22,1 δισ. (Ιανουάριος – Απρίλιος 2025) που σημαίνει +7% πάνω από τον στόχο, και συγκεκριμένα τα φορολογικά έσοδα μόνο του Μαΐου ανήλθαν σε 5,041 δισ., αυξημένα κατά 412 εκατ. ή 8,9% συγκρινόμενα με τον στόχο επίτευξης, το δε δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι στο 1,88 δισ., με στόχο ελλείμματος 2,475 δισ. ευρώ. Οσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης είναι αυξημένος +2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025 και με προβλέψεις για τη διετία 2025-2026 στο +2,3% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Τράπεζα της Ελλάδος) και στο 2,1% (ΟΟΣΑ και ΔΝΤ). Ο πληθωρισμός όμως με βάση τα τελευταία στοιχεία του Ιουνίου 2025 εκτινάχθηκε στο 3,6% από 3,3% τον Μάιο, 3,1% τον Μάρτιο και επίσης 3,1% τον Ιανουάριο. Στην Ε.Ε. η αντίστοιχη πορεία εξέλιξής του ήταν 2,3%, 2,2%, 2,5% και 2,8%. Η ευθύνη των ανατιμήσεων αυτή τη φορά χρεώνεται μεταξύ άλλων και στις αυξημένες τιμές φρέσκων φρούτων, λαχανικών, ψαριών και κρέατος. Επιπρόσθετα, η ανεργία οδεύει αισίως σε μονοψήφιο νούμερο 7,9% τον Μάιο 2025 (ΕΛΣΤΑΤ) από 8,3% τον Απρίλιο.

Παρά όμως τις ευοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας υπάρχουν δύο κρίσιμες νησίδες που χρήζουν ιδιαίτερης και επιμελημένης προσοχής, και αυτές είναι: Πρώτον, οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) που το 2024 ήταν 5,98 δισ., μία από τις μεγαλύτερες επιδόσεις της τελευταίας 20ετίας, αλλά τα 2,75 δισ. από αυτά, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο του 1% του ΑΕΠ, αφορούσαν αγορές ακινήτων και επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που κινήθηκαν στα επίπεδα των 36,29 δισ. (+6,2% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά). Σημειωτέον,δε, ότι στην προ κρίσης περίοδο το επίπεδο επενδύσεων είχε ανέλθει στα 58,5 δισ. ευρώ. Συνολικά λοιπόν οι επενδύσεις, και συγκριτικά βεβαίως με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης, αντιπροσωπεύουν ποσοστό 16% του ΑΕΠ από 12% την προηγούμενη δεκαετία, σημαντικά όμως κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που είναι στο 21%. Οι προβλέψεις για την επόμενη διετία μιλούν για συνέχιση της αυξητικής τάσης στο 17%-18% του ΑΕΠ και, δεύτερον, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που για το τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2025 άγγιξε τα 11,08 δισ. ευρώ (+0,3% από το 2024), χωρίς βεβαίως τα πετρελαιοειδή και τα πλοία, μειώνεται στο 1,8%. Σε απόλυτα μεγέθη, οι εισαγωγές του πρώτου 5μήνου 2025 άγγιξαν τα 27 δισ. ευρώ λόγω πιθανόν της αυξημένης εγχώριας ζήτησης ή της χρήσης πρώτων υλών στη βιομηχανία, οι εξαγωγές, δε, ανήλθαν στα 15,9 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι την προηγούμενη χρονιά το εμπορικό έλλειμμα ήταν 34,6 δισ., με τις εισαγωγές στα 84,52 δισ. και τις εξαγωγές στα 49,9 δισ. ευρώ.

Σε όλα αυτά αναφορικά με τις εξελίξεις των προηγούμενων μεγεθών προφανώς θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι κίνδυνοι από γεωπολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές ενέργειας, τους ρυθμούς ανάπτυξης, τον πληθωρισμό και την εσωτερική κατανάλωση. Θα πρέπει επίσης να εξετασθεί δεόντως και να αναλυθεί εάν η υπεραπόδοση της οικονομίας και τα δημοσιονομικά υπερπλεονάσματα οφείλονται κατά ένα μέρος, πέραν της επιτυχίας των φοροεισπρακτικών μηχανισμών και της μείωσης της παραοικονομίας στο 16%-18% του ΑΕΠ από 30%, και σε υποεκτέλεση δαπανών, μειωμένη κατανάλωση και μείωση κρατικών δαπανών, που μελλοντικά θα επιφέρει επιπτώσεις στο ΑΕΠ.

Σε κάθε περίπτωση, πρωτεύουσας σημασίας καθίσταται για άλλη μία φορά η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας που εδώ και πολλά χρόνια παραμένει ανεκπλήρωτος στόχος πολλών κυβερνήσεων, καθώς είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι η οικονομία μας όχι μόνο δεν παράγει προϊόντα από πλευράς υψηλής προστιθέμενης αξίας, διεθνώς εμπορεύσιμα, που χρειάζεται η οικονομία μας για να τα εξάγει, αντίθετα εισάγει πολύ περισσότερα προϊόντα τα οποία αυτάρεσκα καταναλώνει προκαλώντας πρόβλημα στο εμπορικό της ισοζύγιο. Το παραγωγικό μοντέλο σε συνδυασμό με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσουν ούτως ή άλλως τους δυναμικούς πυλώνες που θα στηρίξουν σε σταθερή βάση την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

*O κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων και μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT