Τα σοκ που συνεπάγεται για την Ευρώπη το εγχείρημα της μετάβασης στην οικονομία των χαμηλών ρύπων άνθρακα διερεύνησαν οικονομολόγοι του Bruegel, οι οποίοι συμπέραναν ότι το 16% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Eνωσης είναι εκτεθειμένο στον ενεργειακό μετασχηματισμό της. Ανάμεσα στις πιο ευάλωτες χώρες τοποθετείται η Ελλάδα.

Η μελέτη αποτυπώνει μεγάλες διαφορές ως προς την απόδοση της βιωσιμότητας ανάμεσα στα κράτη-μέλη, τόσο σε περιβαλλοντικούς όσο και σε κοινωνικούς όρους, και εντοπίζει ανά χώρα τους τομείς του ΑΕΠ οι οποίοι βρίσκονται κυρίως σε φάση μετάβασης – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ευκαιρίες αλλά και τους κινδύνους που τις συνοδεύουν. «Για να επιβιώσει ένας τομέας θα πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί ως χώρος μετάβασης. Επιπλέον, θα πρέπει να αξιολογηθεί ο βαθμός προετοιμασίας του», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο εργασίας του Bruegel, το οποίο ξεχωρίζει τα πεδία με την υψηλότερη ένταση άνθρακα στην Ευρώπη – τα παρουσιάζει ως εξής κατά σειρά προτεραιότητας: ηλεκτρισμός, μεταφορές, εξορύξεις, γεωργία, βιομηχανική παραγωγή, διαχείριση υδάτων, κατασκευές, υπηρεσίες.
Μπορεί να πλήξει την οικονομία και να εντείνει τον πολιτικό λαϊκισμό, προειδοποιούν οικονομολόγοι του Bruegel για την ενεργειακή μετάβαση στην Ευρώπη.
Η Σουηδία και η Γαλλία παρουσιάζουν τους χαμηλότερους βαθμούς κινδύνου, με 8% και 9% του ΑΕΠ αντιστοίχως. Στον αντίποδα, περισσότερο εκτεθειμένες εμφανίζονται η Πολωνία και η Βουλγαρία, με 43% και 33% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα τοποθετείται στην 6η θέση της κατάταξης, καθώς οι μεταφορές και δη η ναυτιλία αποτελούν τομέα με υψηλή ένταση άνθρακα και μεγάλα περιθώρια μετασχηματισμού και εξέλιξης. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο επισημαίνεται και η Δανία ως οικονομία ιδιαίτερα εκτεθειμένη στην ενεργειακή μετάβαση, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για σκανδιναβική χώρα η οποία σε άλλους τομείς τηρεί με ευλάβεια τους στόχους βιωσιμότητας. Στο μεταξύ, παρά το γεγονός ότι η Γερμανία έχει μεγαλύτερο βιομηχανικό τομέα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καταφέρνει να πετυχαίνει χαμηλότερη ένταση άνθρακα από λιγότερο βιομηχανοποιημένα κράτη-μέλη.
Το επίπεδο του ρίσκου ανά χώρα αποτυπώνει τις πιθανές απώλειες στο ΑΕΠ της κατά την ενεργειακή της μετάβαση. Με την επισήμανση ότι το ΑΕΠ θα καταγράψει κάποια στιγμή απώλειες και στο σενάριο της επιβράδυνσης του ενεργειακού μετασχηματισμού, υπό την έννοια ότι οι τομείς υψηλών εκπομπών άνθρακα θα καταστούν εκ των πραγμάτων παρωχημένοι, οι ερευνητές του Bruegel προκρίνουν την προσαρμογή της οικονομικής δομής πάνω στην οποία εκτελείται η μετάβαση.
Δεν είναι λύση απλώς ο φόρος άνθρακα, τονίζουν οι μελετητές. Χρειάζεται R&D και τεχνολογία.
Στο πλαίσιο αυτό, και με ειδική αναφορά στις περιπτώσεις της Δανίας και της Ελλάδας, επισημαίνουν ότι η μείωση των ρύπων δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί αποκλειστικά με φόρους άνθρακα, υπογραμμίζοντας ότι τα φορολογικά βάρη είναι σε θέση να υπονομεύσουν τη θέση της Ευρώπης στον διεθνή ανταγωνισμό. Αντ’ αυτού προκρίνουν μεικτές πολιτικές, οι οποίες θα μειώνουν μεν τα κίνητρα για τις εκπομπές, αλλά συγχρόνως θα αυξάνουν τα κίνητρα αφενός για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και αφετέρου για τη χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης, με σαφή προσανατολισμό τις μεταφορές των χαμηλών ρύπων.

«Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε προσεκτικά και να ενισχύουμε την υγεία των βιομηχανικών οικοσυστημάτων με το να τα βοηθούμε να υλοποιήσουν τη μετάβαση. Εάν εφαρμοστούν μεμονωμένα μέτρα πολιτικής, όπως οι φόροι άνθρακα, θα μπορούσαν να αφήσουν βιομηχανικά clusters χωρίς προοπτικές και να τα οδηγήσουν εκτός λειτουργίας. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μόνο απώλειες στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και την απασχόληση στα clusters, αλλά και απώλειες στους έμμεσα εκτεθειμένους τομείς, όπως οι εταιρείες στελέχωσης, οι ελεγκτικές εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις του τομέα των υπηρεσιών. Επιπλέον, την παραγωγή έντασης άνθρακα των συγκεκριμένων τομέων θα μπορούσε να αντικαταστήσει ακόμη μεγαλύτερη παραγωγή έντασης άνθρακα από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Το report της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης εκτείνεται και στις κοινωνικές παρενέργειες μιας ενεργειακής μετάβασης χωρίς την κατάλληλη πολιτική υποστήριξη: «Η ιδέα μιας “δίκαιης μετάβασης” τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι προσπάθειες για την καθοδήγηση της κοινωνίας προς ένα μέλλον με χαμηλότερες εκπομπές άνθρακα υποστηρίζονται από την έμφαση σε ζητήματα ισότητας και δικαιοσύνης για όσους επί του παρόντος δεν έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστο ενεργειακό εφοδιασμό και ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας – αλλά και για όσους εξαρτώνται για τον βιοπορισμό τους από μια οικονομία ορυκτών καυσίμων. Ιδιαίτερα σε μέρη όπου η περιφερειακή μετάβαση απέτυχε, η οικονομική ανάπτυξη σταμάτησε, τα κοινωνικά αποτελέσματα επιδεινώθηκαν και ο πολιτικός λαϊκισμός κέρδισε έδαφος».

