Oταν αναφερόμαστε στην ακρίβεια συνήθως επικαλούμαστε, μεταξύ άλλων παραγόντων αιτιογένεσης, ως αντίβαρο και τους χαμηλούς μισθούς που υπάρχουν στη χώρα μας, η αύξηση των οποίων προφανώς και δικαίως θα πρέπει να σχετίζεται και με την αύξηση της παραγωγικότητας. Οσον αφορά όμως τους άλλους παράγοντες, κατά την άποψή μου, η λύση στο ζήτημα του συγκριτικού ελέγχου τιμών ομοειδών προϊόντων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας εστιάζεται σε μόνο μία προσέγγιση που έχει κατά βάσιν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και όχι κατασταλτικά, όπως διατίμηση προϊόντων, και αυτή βεβαίως έχει να κάνει με την επιλογή βασικών αγαθών, απαραίτητων για το καλάθι αγορών ενός νοικοκυριού, και την ενδελεχή εξέταση όλων των σταδίων της εφοδιαστικής αλυσίδας που μεσολαβούν μέχρι αυτά να φθάσουν «από το χωράφι στο ράφι». Ο έλεγχος αυτός θα αφορά αγορές, πωλήσεις, περιθώρια κέρδους, τήρηση διαδικασιών και –το κυριότερο– θα επιτρέψει να εντοπιστούν και να διαπιστωθούν νησίδες λειτουργίας του ανταγωνισμού και το αντίθετο, όπου στην περίπτωση του αντιθέτου θα βρίσκει πεδίο εφαρμογής ο νόμος.
Ερχόμενοι τώρα στο κρίσιμο πεδίο αύξησης της παραγωγικότητας, που συνδέεται με πιθανές αυξήσεις μισθών, τούτο ανάμεσα σε πολλά άλλα προϋποθέτει και την εφαρμογή δυναμικών πολιτικών αύξησης των επενδύσεων, και εδώ μοιραία υπεισέρχεται ο βαθύς προβληματισμός του τι θα γίνει στην εποχή μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το δεδομένο ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν μικρότερες μείον 6,1% συγκρινόμενες με το τελευταίο τρίμηνο του ’24 και μείον 3,2% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του ’24. Συγκεκριμένα η αύξηση της παραγωγικότητας, με σημείο αναφοράς την επιχείρηση και τις ευεργετικές συνέπειές της στο σύνολο της εθνικής οικονομίας, έχει να κάνει με επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες, όπως τεχνητή νοημοσύνη και ρομποτική, που ελαχιστοποιούν τον χρόνο παραγωγής και εξασφαλίζουν υψηλές αποδόσεις, η δε ψηφιοποίηση (ΕRP & CRM) από την άλλη είναι δείκτης ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης. Επιπρόσθετα, ενισχυτικοί παράγοντες της παραγωγικότητας είναι η εκπαίδευση και η ανάπτυξη δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (Reskilling & Upskilling), η προώθηση καινοτόμων εφαρμογών σε συνεργασία με ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια, η βελτιστοποίηση διαδικασιών (lean Management) για αύξηση της παραγωγικής ροής και μείωση του κόστους, η καλλιέργεια πνεύματος ομαδικής συνεργασίας και καλού εργασιακού κλίματος, το αποτελεσματικό project management στη διαχείριση ενός έργου, η κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση ανθρώπινων πόρων και η υιοθέτηση πολιτικών που υπηρετούν την εξωστρέφεια και ανάπτυξη σε νέες αγορές προκειμένου να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακος και διασπορά του ρίσκου.
Το παραγόμενο προϊόν στη χώρα μας είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αποτέλεσμα επίσης της ανειδίκευτης εργασίας.
Οσον αφορά τώρα την παραγωγικότητα εργασίας, στην Ελλάδα συμβαίνει το πρωτοφανές φαινόμενο να εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις με υποχώρησή της κατά 12%, παρά τις αυξημένες ώρες εργασίας που αριθμούνται στις 41, ενώ αντίστοιχα ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 38,6 ώρες. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το έγκριτο ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, στο διάστημα 2009-2024 η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε στο επίπεδο του -11%. Μεταξύ των λόγων αυτής της υστέρησης αναφέρονται η διαχρονική αποεπένδυση, η συμπίεση μισθών και η έλλειψη στρατηγικής αναπροσανατολισμού και ανακατεύθυνσης του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας μας. Με απλά λόγια, το παραγόμενο προϊόν στη χώρα μας είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αποτέλεσμα επίσης της ανειδίκευτης εργασίας. Οι ισχύοντες δε νόμοι προσφοράς – ζήτησης δεν καθίστανται ικανοί να αποτρέψουν το μεγάλο πρόβλημα ποιότητας εργασίας, δηλαδή του απασχολούμενου χρόνου εργασίας που συνδέεται με τον ποιοτικό και παραγωγικό χρόνο απασχόλησης. Χρειάζονται ως εκ τούτου συνδυασμένες παρεμβάσεις από πλευράς πολιτείας με βασικούς συντελεστές-ορόσημα την τεχνολογία, την καινοτομία και τον ανθρώπινο παράγοντα, ώστε οι επενδύσεις να καταστούν ωφέλιμες και αποδοτικές και να συμβάλουν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγικότητας προκειμένου να ευδοκιμήσει ο διάλογος για αυξήσεις στους μισθούς.
*O κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι καθηγητής, εκτελ. αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ και μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ).

