Αποφεύγουν τις κοσμικές εκδηλώσεις, αλλά και τις συνεντεύξεις. Λίγοι, εκτός του επιχειρηματικού κόσμου, γνωρίζουν πώς είναι στην όψη. Ωστόσο, τα προϊόντα που παράγονται από τα εργοστάσιά τους εδώ και 45 χρόνια είναι εξαιρετικά δημοφιλή στους καταναλωτές όλων των ηλικιών –όλοι έμαθαν τον gummy bear από το παριζάκι «Υφαντής», όπως και την Κίτσα την Κοτομπουκίτσα– χαρίζοντάς τους εδώ και αρκετά χρόνια την πρώτη θέση στην κατηγορία των αλλαντικών. Μια θέση που μετά την απόφασή τους να εξαγοράσουν την αλλαντοβιομηχανία «Νίκας», αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, καθώς προσθέτουν στο χαρτοφυλάκιό τους μερικά ακόμη ισχυρά σήματα και στην παραγωγική τους δύναμη ένα πολύ σημαντικό εργοστάσιο. Ο λόγος, φυσικά, για τον Αλέξιο και τον Χαράλαμπο Υφαντή, τα αδέρφια από τον Λια Θεσπρωτίας, ιδρυτές της εταιρείας τροφίμων «Υφαντής», η οποία βρέθηκε στο προσκήνιο τις τελευταίες ημέρες λόγω της ανακοίνωσης υπογραφής δεσμευτικής συμφωνίας με τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο με αντικείμενο την απόκτηση του 100% των μετοχών της «Νίκας».
Αυγούστος 1979
Πριν από ακριβώς 46 χρόνια, στα τέλη Αυγούστου 1979, ακριβώς τρεις μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα), τα αδέρφια Υφαντή ιδρύουν μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση με σκοπό την παραγωγή αλλαντικών. Βήμα αρκετά παράτολμο την εποχή εκείνη, καθώς την αγορά των τυποποιημένων αλλαντικών μονοπωλούσε η «Νίκας» η εταιρεία που είχε ιδρύσει ο Παναγιώτης Νίκας το 1966 και είχε πλέον εδραιωθεί.
Η παραγωγή για την «Υφαντής» ξεκινάει ουσιαστικά το 1980, με το πρώτο εργοστάσιο να βρίσκεται στο Μοσχάτο, επί της οδού Υδρας και χρόνο με τον χρόνο η ζήτηση αυξάνεται, οι πωλήσεις ενισχύονται και προβάλλει η ανάγκη για μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες παραγωγικές εγκαταστάσεις. Ετσι, το 1992 η παραγωγή μεταφέρεται σε νέες εγκαταστάσεις 15.000 τ.μ. στην οδό Σενέκα 4, στην Κηφισιά, κοντά στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας. Είναι το πρώτο εργοστάσιο αλλαντικών που συναντά κανείς στην έξοδο από την Αθήνα προς τη Λαμία, αφού μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω, εκατέρωθεν της εθνικής οδού βρίσκονται τα εργοστάσια της «Νίκας» (στον Αγιο Στέφανο) και της Creta Farms (στο Κρυονέρι), κάποτε πανίσχυρων ανταγωνιστών της «Υφαντής». Ας σημειωθεί ότι το 1991, ένα χρόνο πριν η «Υφαντής» μεταφερθεί στις καινούργιες εγκαταστάσεις, η «Νίκας» περνούσε την πόρτα της Σοφοκλέους, ενώ την ίδια εποχή η Creta Farms, που είχε ιδρυθεί το 1970 στο Ρέθυμνο από τον Στέλιο Δομαζάκη, διπλασίαζε τις εγκαταστάσεις της στην Κρήτη, με το τιμόνι να έχουν πάρει πλέον οι γιοι του, Μάνος και Τάκης Δομαζάκης.
Οι νέες παραγωγικές εγκαταστάσεις δεν ήταν η μοναδική σημαντική επενδυτική κίνηση της οικογενείας Υφαντή τη δεκαετία του ’90. Αντιλαμβανόμενοι τη σημασία που έχει να βρίσκεσαι κοντά στα σημεία πώλησης και ειδικά όταν διακινείς ευαλλοίωτα, ευπαθή προϊόντα, την περίοδο 1994-1996 ιδρύουν σειρά κέντρων διανομής ανά την Ελλάδα, που σήμερα αποτελούν θυγατρικές εταιρείες του ομίλου Υφαντή σε Θεσσαλονίκη, Δράμα, Ιωάννινα, Κοζάνη, Κέρκυρα, Κρήτη, Τρίπολη, Ρόδο, Πάτρα, Λάρισα. Κέντρα διανομής διαθέτει η εταιρεία φυσικά και εκεί όπου βρίσκονται τα εργοστάσιά της, στην Κηφισιά, στην Αλεξανδρούπολη και στο Γριζάνο Τρικάλων, στην περιοχή της Φαρκαδόνας. Πώς και πότε η εταιρεία απέκτησε δύο ακόμη εργοστάσια; Το 1998 προχώρησε στην εξαγορά της εταιρείας Luncheon Meat Εβρου, η οποία είχε ιδρυθεί δύο χρόνια πριν, το 1996 από τον Κ. Βελλάνη, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο παραγωγική βάση για κρεατοσκευάσματα στη Βόρεια Ελλάδα, έτσι ώστε να έχει πρόσβαση σε πρώτες ύλες και γρήγορη έξοδο σε ξένες αγορές. Είχε προηγηθεί το 1995 η δημιουργία της εταιρείας «Υφαντής Α.Ε. – Διανομές Θεσσαλίας» με στόχο, πέρα από τη διανομή των προϊόντων, και την παραγωγή φέτας, κάτι που συνέβαλε στη μετεξέλιξη της εταιρείας από απλή αλλαντοβιομηχανία σε όμιλο τροφίμων με πλούσιο χαρτοφυλάκιο προϊόντων.
Το 1998 είναι η χρονιά που η «Υφαντής» ξεκινάει διεθνή καριέρα, ιδρύοντας θυγατρική, την Ifantis Romania SA, η οποία μάλιστα από το 1999 αρχίζει και παραγωγική δραστηριότητα, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια θυγατρικές εταιρείες με εμπορική δραστηριότητας σε σειρά άλλων χωρών: το 2008 στη Βουλγαρία, το 2012 στην Κύπρο, το 2016 στη Γαλλία και άλλη μία το 2019, το 2018 στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Νιου Τζέρσεϊ, το 2022 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ειδικά για την αγορά των ΗΠΑ, στην οποία ο ελληνικός όμιλος δραστηριοποιείται μέσω της κατά 50% θυγατρικής του, της Esti Foods, έχει αναπτύξει ένα ξεχωριστό σήμα, το Esti, και μέσα από συνεργασίες και με παραγωγικές μονάδες στις ΗΠΑ, διαθέτει σειρά προϊόντων, από γιαούρτια και φέτα (η οποία εισάγεται από την Ελλάδα) έως πίτες, έτοιμες σαλάτες και σάλτσες, αλλά και plant based γεύματα.
Το 1998 ιδρύεται η θυγατρική, Ifantis Romania SA, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια θυγατρικές εταιρείες στη Βουλγαρία, στην Κύπρο, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τα 205 εκατ. ευρώ τζίρου που πραγματοποίησε ο όμιλος το 2023, σύμφωνα με την τελευταία δημοσιευμένη οικονομική του έκθεση, τα περίπου 25 εκατ., ποσοστό κοντά στο 13%, αφορούσαν πωλήσεις εκτός Ελλάδας, με τα 17 εκατ. ευρώ να αφορούν πωλήσεις σε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τα υπόλοιπα πωλήσεις σε τρίτες χώρες.
Το χαρτοφυλάκιο του ομίλου αποτελείται κυρίως από τα αλλαντικά, συσκευασμένα και χύμα, για τις ανάγκες της λιανικής, αλλά και του HORECA, ενώ δραστηριοποιείται με μεγάλη επιτυχία και στις σαλάτες (χούμους, ρωσική κ.λπ.), στα έτοιμα προς μαγείρεμα κρεατοσκευάσματα (κοτομπουκιές, κεφτεδάκια κ.ά.), στις κατεψυγμένες, έτοιμες προς ψήσιμο πίτσες και στα κατεψυγμένα λαχανικά. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στα premium αλλαντικά και με το σήμα «Θράκης Γεύσεις», προϊόντα που παράγονται από το εργοστάσιο της Luncheon Meat.
Με την προσθήκη της «Νίκας» ο τζίρος του ομίλου Υφαντή αναμένεται να προσεγγίσει ή και να ξεπεράσει τα 300 εκατ. ευρώ, καθώς θα αποκτήσει ακόμη ένα ισχυρό σήμα στη λιανική, μεγάλη παρουσία στα αλλαντικά ιδιωτικής ετικέτας έχοντας ένα πολύ ισχυρό σήμα στη λιανική, αλλά και ικανοποιητική παρουσία στο κανάλι του HORECA.
Και ξενοδόχοι
Ακολουθώντας το παράδειγμα αρκετών βιομηχάνων τροφίμων, η οικογένεια Υφαντή έχει παρουσία και στον ξενοδοχειακό κλάδο, μέσω διαφορετικής εταιρείας. Στην κατοχή της βρίσκονται τα ξενοδοχεία Fresh Hotel στο κέντρο της Αθήνας, SAY και Y στην Κηφισιά, καθώς και δύο ξενοδοχεία στη Σάμο.
Oι τρεις μεγάλοι «παίκτες» του κλάδου
Περί τα 400 εκατομμύρια ευρώ υπολογίζεται ο τζίρος της αγοράς αλλαντικών στην Ελλάδα, με μεγάλο ποσοστό πωλήσεων να περνάει από το κανάλι της εστίασης, ειδικά εάν αναλογισθεί κάποιος τον αριθμό των καταστημάτων που διαθέτουν τοστ και πίτσες και άλλα αλμυρά σνακς με αλλαντικά. Βεβαίως και οι τρεις μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά, «Υφαντής», Creta Farms και «Νίκας», έχουν επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες τροφίμων, από κρεατοσκευάσματα και έτοιμα προς μαγείρεμα γεύματα έως σαλάτες, κατηγορίες που συχνά λειτουργούν ως ανάχωμα στις πιέσεις που δέχεται η κατηγορία των αλλαντικών. Για παράδειγμα η Creta Farms έχει μερίδιο 70% στον κατεψυγμένο γύρο που πωλείται στη λιανική, κατηγορία η οποία ενισχύεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω των ανατιμήσεων στο σουβλάκι.
Με την προσθήκη της «Νίκας» ο τζίρος του ομίλου Υφαντή αναμένεται να προσεγγίσει ή και να ξεπεράσει τα 300 εκατ. ευρώ, καθώς θα αποκτήσει ακόμη ένα ισχυρό σήμα στη λιανική αγορά.
Το 2024 οι πωλήσεις αλλαντικών στο κανάλι του σούπερ μάρκετ δέχθηκαν πιέσεις, καθώς σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι πωλήσεις μειώθηκαν τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, με το δεύτερο σκέλος να αποδίδεται σε εκτεταμένες προωθητικές ενέργειες. Στο κανάλι της εστίασης οι επιδόσεις κρίνονται πολύ πιο ικανοποιητικές, καθώς συνετέλεσε θετικά η αύξηση του τουρισμού που κατεγράφη την περυσινή χρονιά.
Μεγάλο ποσοστό πωλήσεων περνάει από το κανάλι της εστίασης, ειδικά εάν αναλογισθεί κάποιος τον αριθμό των καταστημάτων που διαθέτουν τοστ και πίτσες και άλλα αλμυρά σνακς με αλλαντικά.
Ηγετική θέση στην αγορά έχει η «Υφαντής», με το μερίδιό της στα συσκευασμένα αλλαντικά να είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, 18,5% και στα αλλαντικά πάγκου 29,5%, μερίδια που θα ενισχυθούν με την εξαγορά της «Νίκας», η οποία είχε μερίδια 5,17% και 8% αντιστοίχως. Το συνολικό μερίδιο της «Υφαντής» είναι 23,15% και της «Νίκας» 6,41%. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Creta Farms, η οποία έχει συνολικό μερίδιο 21,25%. Το ισχυρό χαρτί της «Νίκας» είναι οι πωλήσεις αλλαντικών ιδιωτικής ετικέτας. Τα αλλαντικά ιδιωτικής ετικέτας, άλλωστε, κατέχουν το υψηλότερο μερίδιο αγοράς, κοντά στο 30%.
Η αγορά αλλαντικών στην Ελλάδα εμφανίζει αρκετά υψηλή συγκέντρωση, με τις τρεις παραπάνω εταιρείες και τις θυγατρικές τους να κυριαρχούν. Η Creta Farms είχε κύκλο εργασιών σε ενοποιημένο επίπεδο το 2024 145,99 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 126 εκατ. ευρώ προέρχονταν από πωλήσεις αλλαντικών και τα 16 εκατ. ευρώ από πωλήσεις κρέατος. Η «Νίκας» είχε πωλήσεις 74 εκατ. ευρώ το 2024, ενώ η «Υφαντής» δεν έχει δημοσιεύσει ακόμη τα οικονομικά της αποτελέσματα για την περυσινή χρήση. Το 2023 ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε σε 205 εκατ. ευρώ. Το καθαρό αποτέλεσμα μετά φόρων ήταν κέρδη μόνο για την «Υφαντής» (το 2023, αλλά εκτιμάται ότι η εικόνα αυτή συνεχίστηκε και το 2024), με τις άλλες δύο εταιρείες να καταγράφουν ζημίες. Υπενθυμίζεται, βεβαίως, ότι την προηγούμενη δεκαετία τόσο η Creta Farms όσο και η «Νίκας», για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, πέρασαν από διαδικασίες αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης, καθώς και αλλαγής ιδιοκτήτη.

