Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που πέτυχε την εδαφική της επέκταση όχι με κατακτητικούς πολέμους αλλά με κάποιες συμφέρουσες επιχειρηματικές συμφωνίες, με μερικές καλές αγορές. Η Λουιζιάνα, η Φλόριντα και η Αλάσκα προστέθηκαν στην επικράτεια των ΗΠΑ τον 19ο αιώνα όταν η Ουάσιγκτον τις αγόρασε από τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Ρωσία αντιστοίχως. Εκτοτε η συλλογιστική της επιχειρηματικής συμφωνίας φαίνεται να έχει εδραιωθεί βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο των Αμερικανών και από καιρού εις καιρόν διέπει καίριες επιλογές της υπερδύναμης, άλλοτε επιτυχώς αλλά και κάποιες φορές κοντόφθαλμα.
Ισως δεν είναι λοιπόν δίκαιο να αποδώσει κανείς αποκλειστικά στην επιχειρηματική ιδιότητα του Ντόναλντ Τραμπ τις εκ πρώτης όψεως παράτολμες ιδέες του όπως το να αγοράσει τη Γροιλανδία, κάτι που έχει επανειλημμένως επιχειρήσει η Ουάσιγκτον στο παρελθόν, ούτε και τη γενικότερη τάση του να κλείνει συμφωνίες με τη συλλογιστική του κόστους και του κέρδους ακόμη και για θέματα στρατηγικής σημασίας. Για την ακρίβεια, για θέματα που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει εθνικής ασφάλειας. Τις τελευταίες ημέρες ο Αμερικανός πρόεδρος έκλεισε μια τέτοια συμφωνία επιχειρηματικής λογικής και επικρίθηκε άμεσα από ειδικούς των ΗΠΑ σε θέματα εθνικής ασφάλειας ότι ανοίγει κερκόπορτα στην Κίνα.
Ο λόγος για τη συμφωνία με τον κολοσσό των μικροεπεξεργαστών, τη Nvidia, και παράλληλα με την αντίστοιχη της Advanced Micro Devices (AMD), στις οποίες επέτρεψε να εξάγουν τους μικροεπεξεργαστές τους τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα έναντι αδράς αμοιβής στο αμερικανικό κράτος, την καταβολή του 15% των εσόδων τους από τις συγκεκριμένες πωλήσεις. Οπως προκύπτει από τις πηγές μεγάλων αμερικανικών εφημερίδων, ο Τραμπ ζήτησε αρχικά φόρο 20% από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Nvidia, Τζένσεν Χουάνγκ, στο μεταξύ τους παζάρι στον Λευκό Οίκο.
Τα επιχειρήματα πολλά από τους πολέμιους αυτής της επιλογής, που έσπευσαν να κατηγορήσουν τον Τραμπ ότι εμπορεύεται την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, ότι ενθαρρύνει την Κίνα να επιδιώξει παρόμοιες συμφωνίες σχετικές με εργαλεία παραγωγής των μικροεπεξεργαστών και ειδικότερα των μικροεπεξεργαστών μνήμης και πολλά άλλα. Δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι αντιδράσεις, δεδομένου ότι ο ίδιος ο Τραμπ απαγόρευσε πολύ προσφάτως την πώληση προηγμένων μικροεπεξεργαστών τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα όπως το Η20 της Nvidia και το MI308 της AMD επικαλούμενος ζήτημα εθνικής ασφάλειας και δεδομένου ότι ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, είχε απαγορεύσει τις εξαγωγές μικροεπεξεργαστών στην Κίνα. Και γενικώς δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια το ζήτημα των μικροεπεξεργαστών πρωταγωνιστεί στην πολιτική «ανάσχεσης» που υιοθετεί η υπερδύναμη και αυτή τη φορά αφορά την τεχνολογική εκτόξευση της Κίνας. Ισως την απόφαση του Αμερικανού προέδρου διακύβευσε η προοπτική των εσόδων που θα προσποριστεί το αμερικανικό κράτος από την επίμαχη συμφωνία και σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς θα υπερβούν τα 2 δισ. δολάρια. Ισως να τον έπεισε και η επιχειρηματολογία του Χουάνγκ της Nvidia ότι αποκλείοντας την Κίνα από τους μικροεπεξεργαστές αμερικανικής τεχνολογίας θα διευκολύνει την επέλαση των κινεζικών ανταγωνιστριών της, όπως, για παράδειγμα, η Huawei, που έχει κυριολεκτικώς αναστηθεί από τις στάχτες της.
Πολέμιοι της επιλογής του Αμερικανού προέδρου έσπευσαν να τον κατηγορήσουν ότι εμπορεύεται την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και ενθαρρύνει την Κίνα να επιδιώξει παρόμοιες συμφωνίες.
Η πρόσφατη εμπειρία έχει, άλλωστε, δείξει στην υπερδύναμη ότι αποκλείοντας την Κίνα από την αμερικανική τεχνολογία την έχει εξωθήσει να επισπεύσει τις προσπάθειες τεχνολογικής απεξάρτησης και πλήρους αυτονόμησης. Και οι προσπάθειες της Κίνας είχαν απτά αποτελέσματα, όπως απέδειξε το σχετικό πρόσφατο σοκ που υπέστησαν οι αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί όταν η κινεζική DeepSeek παρουσίασε δικό της μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης περίπου εφάμιλλο των δικών τους αλλά με χαμηλότερο κόστος.
Η καχυποψία είναι, εξάλλου, αμοιβαία και η αντίδραση ήταν εξίσου ισχυρή και στο Πεκίνο, που έσπευσε να ζητήσει από τις κινεζικές επιχειρήσεις να αποφύγουν τους μικροεπεξεργαστές της Nvidia και να προτιμήσουν την κινεζική τεχνολογία. Στον βαθμό, πάντως, που η απόφαση του Τραμπ αποτελεί όντως κερκόπορτα, δεν είναι η πρώτη φορά που η συλλογιστική του κέρδους και του κόστους έχει λειτουργήσει έτσι.
Το υψηλό κόστος της εξόρυξης και επεξεργασίας των σπάνιων γαιών έπεισε τις ΗΠΑ να εκχωρήσουν στην Κίνα την πρωτοκαθεδρία που κατείχαν παγκοσμίως τις δεκαετίες 1950 και 1960 σε αυτά τα στρατηγικής σημασίας μέταλλα και τα οποία παρήγαν σε σημαντικές ποσότητες και τη δεκαετία του 1980. Με την επιχειρηματική συλλογιστική τού κόστους και του κέρδους άφησαν την Κίνα να κατακτήσει παγκόσμιο μονοπώλιο στις σπάνιες γαίες, που σήμερα χρειάζονται για όλη τη σύγχρονη τεχνολογία από τα κινητά τηλέφωνα μέχρι τα μαχητικά αεροσκάφη.
Η συλλογιστική τού κέρδους και του κόστους λειτούργησε και για τις σπάνιες γαίες, όταν οι ΗΠΑ εκχώρησαν στην Κίνα την πρωτοκαθεδρία που κατείχαν διεθνώς τις δεκαετίες 1950 και 1960.
Μάχη της Ιταλίας για μείωση κινεζικών επενδύσεων
Δεν μονοπωλεί η Ουάσιγκτον το προνόμιο να επικρίνεται πως άνοιξε κερκόπορτες στην Κίνα και ότι δεν εξέτασε επαρκώς τις επιλογές της. Πολλές από τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες το κινεζικό κεφάλαιο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τη συνεπακόλουθη κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Και ορισμένες έχουν αναθεωρήσει την επιλογή τους είτε επειδή αντιμετώπισαν τις άμεσες συνέπειες είτε και επειδή βρέθηκαν εγκλωβισμένες στην αντιπαλότητα της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο. Στη δεύτερη περίπτωση συγκαταλέγεται η Ιταλία, η οποία προσπαθεί να μειώσει την κινεζική παρουσία σε ιταλικές εταιρείες στρατηγικής σημασίας, είτε ιδιωτικές είτε κρατικές, ώστε να αποφύγει τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση Μελόνι εξετάζει κάθε δυνατότητα για να εξωθήσει την κινεζική Sinochem International να μειώσει το μερίδιο 37% που κατέχει στη βιομηχανία ελαστικών Pirelli. Η υπόθεση της Pirelli είναι μάλλον η πιο σημαντική από όλες τις ιταλικές εταιρείες στις οποίες υπάρχει κινεζική παρουσία και κατέχει κεντρικό ρόλο στις προσπάθειες της Ρώμης, καθώς αντιμετωπίζει ενδεχόμενη απαγόρευση πωλήσεων στις ΗΠΑ. Και ο λόγος είναι ότι τα ελαστικά της φέρουν ψηφιακούς αισθητήρες, αλλά η Ουάσιγκτον θέλει να αποκλείσει από την αμερικανική αγορά κάθε είδους λογισμικό ή σκληρό δίσκο υπολογιστή κινεζικής παραγωγής.
Αντίστοιχα προβλήματα υπάρχουν και στην περίπτωση της CDP Reti SpA, που ελέγχει το 35% του ενεργειακού δικτύου της Ιταλίας και βρίσκεται στα χέρια της κινεζικής State Grid Corporation of China. Ομοίως και στην περίπτωση της Ansaldo Energia SpA, μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες μονάδων παραγωγής ενέργειας, στην οποία ήλεγχε μέχρι προσφάτως το 40% η κινεζική Shanghai Electric.
Το περιόρισε δραματικά στο 0,5% αλλά και πάλι εμποδίζει την εταιρεία να συμμετάσχει σε δημοπρασίες ενέργειας στις ΗΠΑ. Περίπου σε 700 ιταλικές εταιρείες υπάρχει παρουσία κινεζικού κεφαλαίου. Είναι και αντιπροσωπευτική των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τώρα πολλές χώρες της Ε.Ε. στην προσπάθειά τους να περιορίσουν όποιους κινδύνους εγκυμονεί η διείσδυση του κινεζικού κεφαλαίου στις οικονομίες τους. Από τη στιγμή που άρχισαν να θεωρούν επιθετική την επέλαση του κινεζικού κεφαλαίου στις βιομηχανίες τους, οι χώρες της Ε.Ε. έγιναν πολύ πιο επιφυλακτικές και επιλεκτικές στις επιλογές τους. Οι κινεζικές επενδύσεις στην Ε.Ε. άρχισαν να μειώνονται από το 2019. Εξακολουθούν, ωστόσο, να κατακλύζουν τις ευρωπαϊκές αγορές τα κινεζικά ηλεκτροκίνητα οχήματα, μπαταρίες, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και χημικά ενώ την τελευταία πενταετία το εμπορικό έλλειμμα της Ε.Ε. με την Κίνα έχει υπερδιπλασιαστεί υπερβαίνοντας τα 400 δισ. ευρώ.
Παραπλανητικές επικρίσεις

Αντικρούοντας τις επικρίσεις κατά της απόφασης Τραμπ να επιτρέψει στη Nvidia τις πωλήσεις μικροεπεξεργαστών της στην Κίνα, ο Κους Ντεσάι, αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, μίλησε για «παραπλανητικές επικρίσεις εφόσον οι επεξεργαστές Η20 δεν πρόκειται να ενισχύσουν τις στρατιωτικές δυνατότητες κανενός».
4
τρισ. δολ. έφτασε η κεφαλαιοποίηση της Nvidia χάρη στο άλμα 4% της μετοχής της όταν διέρρευσε ότι θα εξάγει επεξεργαστές της στην Κίνα.
Αλλόκοτo deal

Ο Ρέι Γουάνγκ, ιδρυτής και πρόεδρος της Constellation Research, χαρακτήρισε «αλλόκοτη» τη συμφωνία των Nvidia και AMD με τον Τραμπ και εξήγησε πως εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα ως προς το αν οι πωλήσεις των μικροεπεξεργαστών αυτών των δύο εταιρειών αποτελούν θέμα εθνικής ασφάλειας.
35
δισ. δολ. είναι η αξία της συμφωνίας που επέτρεψε το Πεκίνο για τη συνεργασία κινεζικών και αμερικανικών εταιρειών μικροεπεξεργαστών λογισμικού.
Το κρίσιμο ερώτημα

Εκφράζοντας περισσότερο τον προβληματισμό των επενδυτών, ο Νταν Νιλς, ιδρυτής και διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη Niles Investment Management, τόνισε ότι «το ερώτημα είναι κατά πόσον έχουμε κάποια σταθερότητα πολιτικής ή μήπως εφαρμόζουμε μια πολιτική τη μία ημέρα και στη συνέχεια την εγκαταλείπουμε την επομένη».

