Ισχυρά έσοδα από τόκους για τις τράπεζες

Ενα από τα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίου στην Ευρώπη και άνοδο της πιστωτικής επέκτασης δείχνουν τα στοιχεία του SSM

6' 46" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Ευρωπαϊκές επιδόσεις καταγράφουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες με βάση τους δείκτες αποδοτικότητας των κεφαλαίων τους και αποτελεσματικότητας στη λειτουργία τους, υπερτερώντας παράλληλα σε όρους ρευστότητας, χορηγήσεων αλλά και απόδοσης των επιτοκιακών τους περιθωρίων. Αυτό επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που δημοσιεύει ο SSM για όλες τις τράπεζες που εποπτεύει, βάσει των οποίων οι ελληνικές τράπεζες περνούν τον πήχυ της αξιολόγησης στη σύγκρισή τους με τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Η ισχυρή βελτίωση που καταγράφουν είναι αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, της ανόδου των επιτοκίων τα δύο προηγούμενα χρόνια, που σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση και τη συγκράτηση του κόστους των καταθέσεων εκτόξευσε τα έσοδα από τόκους και το επιτοκιακό περιθώριο.

Με βάση τα στοιχεία του SSM, αν και το επιτοκιακό περιθώριο έχει συμπιεστεί τα δύο τελευταία χρόνια από το υψηλό του 3,13%, που είχε καταγραφεί το 2023, παραμένει ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών φθάνοντας το 2,92% έναντι 1,53% μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν το 4ο υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο μετά τη Σλοβενία (3,37%), τη Λετονία (3,08%) και την Εσθονία (2,95%), βρίσκονται μια ανάσα πιο πάνω από αυτό της Πορτογαλίας (2,75%) και της Ισπανίας (2,71%), αλλά πολύ υψηλότερα από της Ιταλίας (2,16%) και σε διπλάσιο επίπεδο με αυτό της Γερμανίας (1,02%) ή της Γαλλίας (0,90%).

Αρωγός σε αυτή την τάση δεν ήταν μόνο τα επιτόκια των δανείων, το ύψος των οποίων σε ορισμένες κατηγορίες είναι κοντά σε αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σημαντική συνεισφορά είχε η συγκράτηση σε χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων στις καταθέσεις που τροφοδότησαν την απόκλιση των επιτοκιακών περιθωρίων με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και απέδωσαν τα μέγιστα στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, που αποκαταστάθηκε πλήρως από το 2022 και μετά.

Με δεδομένο μάλιστα ότι οι τράπεζες στηρίζουν την υψηλή ρευστότητά τους από τις καταθέσεις των νοικοκυριών που αντιστοιχούν στο 60% περίπου της καταθετικής τους βάσης έναντι 35% μέσου όρου στην Ευρωζώνη και απολαμβάνουν τα χαμηλότερα επιτόκια, το όφελος από τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων μεγιστοποιείται. Η «εξάρτηση» από τις καταθέσεις των επιχειρήσεων διαμορφώνεται για τις ελληνικές τράπεζες στο 21% έναντι 18% στις χώρες της Ευρωζώνης, που στηρίζονται κατά 20% στη διατραπεζική χρηματοδότηση έναντι μόλις 7,6% για τις ελληνικές τράπεζες.

Με δεδομένο ότι οι τράπεζες στηρίζουν την υψηλή ρευστότητά τους από τις καταθέσεις των νοικοκυριών που αντιστοιχούν στο 60% περίπου της καταθετικής τους βάσης έναντι 35% μέσου όρου στην Ευρωζώνη και απολαμβάνουν τα χαμηλότερα επιτόκια, το όφελος από τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων δανείων και καταθέσεων μεγιστοποιείται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του SSM, οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν το α΄ τρίμηνο του έτους το 76,22% των οργανικών τους εσόδων από τα έσοδα τόκων έναντι 55,91% στην Ευρωζώνη, ενώ τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν το 18,30% των οργανικών τους εσόδων έναντι 28,64% στην Ευρωζώνη. Θετική συνεισφορά στα υψηλά επιτοκιακά έσοδα των ελληνικών τραπεζών έχουν και οι τόκοι από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που «χτίζουν» συστηματικά οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια και αποδίδουν το ένα τέταρτο περίπου των συνολικών εσόδων από τόκους. Το χαρτοφυλάκιο ομολόγων έχει αυξηθεί στα 78,6 δισ. ευρώ και εκτός από τους ελληνικούς τίτλους, οι τράπεζες επιλέγουν ιταλικούς και ισπανικούς τίτλους που έχουν υψηλότερες αποδόσεις και έχουν αποφέρει το β΄ τρίμηνο έσοδα 594 εκατ. ευρώ σε σύνολο 2 δισ. ευρώ εσόδων από τόκους.

Πιστωτική επέκταση

Η άνοδος των εσόδων από τόκους είναι κυρίως συνέπεια της ισχυρής πιστωτικής επέκτασης στη χώρα μας που κατέγραψε τον περασμένο Ιούνιο την τρίτη υψηλότερη επίδοση στην Ευρωζώνη, με ετήσια αύξηση 11,1%. Στην Ευρωζώνη, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 2,9% και προηγούνται η Κροατία με 13,3% και η Εσθονία με 11,8%, ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Φινλανδία με 0,5%, η Αυστρία με 1%, η Ιταλία με 1,4% και η Γερμανία με 2%. Η άνοδος αυτή τροφοδότησε και την κερδοφορία και είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 10,2% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2023, όταν στην Ευρωζώνη η αύξηση ήταν 7,35%.

Κόκκινα δάνεια

Την ίδια στιγμή, η απαλλαγή τους από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος «ελάφρυνε» σημαντικά τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, αποκαθιστώντας μεταξύ άλλων και τους δείκτες ρευστότητας που είναι ο καλύτερος στην Ευρωζώνη. Με βάση τα στοιχεία του SSM, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις διαμορφώνεται στο χαμηλό του 62,7% –η καλύτερη επίδοση– και επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν με άνεση τις υγιείς επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και με βάση τον δείκτη NSFR που μετράει το ποσό της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης, δηλαδή το μέρος του κεφαλαίου και των υποχρεώσεων που αναμένεται να είναι «αξιόπιστο» με την πάροδο του χρόνου, σε σχέση με το ποσό της απαιτούμενης σταθερής χρηματοδότησης. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο υψηλό 137% περίπου για τις ελληνικές τράπεζες έναντι μέσου όρου 126% των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει υποχωρήσει στο 2,9% και παρά το γεγονός ότι παραμένει πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που διαμορφώνεται στο 1,9% διατηρείται σε χαμηλό επίπεδο και μακράν του υψηλού 55% που είχε εκτιναχθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αντίστοιχα σε χαμηλό επίπεδο παραμένει και το κόστος κινδύνου, που διαμορφώνεται στο 0,32% έναντι 0,55% και παρά τη μικρή άνοδο που κατέγραψε το β΄ τρίμηνο του έτους –με βάση τα πρόσφατα αποτελέσματα που δημοσίευσαν οι τράπεζες ως αντιστάθμισμα στις αναμενόμενες απώλειες από τις ρυθμίσεις των δανείων σε ελβετικό φράγκο– παραμένει σε ευρωπαϊκά επίπεδα.

Η υπεροχή των ελληνικών τραπεζών καταγράφεται ξεκάθαρα στον δείκτη κόστος προς έσοδα, που αποτελεί την καλύτερη επίδοση με τον χαμηλότερο δείκτη 36,02% έναντι 54,84% μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Ο δείκτης μετράει την αποτελεσματικότητα των τραπεζών σε σχέση με τα λειτουργικά τους έξοδα έναντι των λειτουργικών εσόδων και η υψηλή επίδοση των ελληνικών τραπεζών αποδίδεται κυρίως στα υψηλά επιτοκιακά έσοδα και στη δραστική περικοπή των δαπανών με τη μείωση καταστημάτων και προσωπικού, που αποτελούν τις βασικότερες πηγές εξόδων.

Τα μερίσματα

Κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα προσδοκούν οι τράπεζες να αυξήσουν και τις διανομές μερισμάτων (payout ratio) το 2025, προαναγγέλλοντας τη διανομή μεταξύ 50% έως και πάνω από το 60% των κερδών της χρήσης έναντι 30% έως 50% το 2023. Ο στόχος για την κερδοφορία έχει ανέβει στα 4,7 δισ. ευρώ ανεβάζοντας και τον στόχο για τη διανομή μερίσματος κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ έναντι 1,9 δισ. ευρώ το 2024 και 873 εκατ. ευρώ το 2023. Με το payout ratio να ενδέχεται να ξεπεράσει το 60%, όπως ανακοίνωσε η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, και πάνω από το 50% για Eurobank, ενώ Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς, οι ελληνικές τράπεζες μπαίνουν στο κλαμπ των ευρωπαϊκών χωρών και δη των τραπεζών του Νότου, όπως οι ιταλικές που αναμένεται να διανείμουν αυξημένα μερίσματα που ξεπερνούν το 70%.

Η υπεροχή των ελληνικών τραπεζών καταγράφεται ξεκάθαρα στον δείκτη κόστους προς έσοδα, που αποτελεί την καλύτερη επίδοση με τον χαμηλότερο δείκτη 36,02% έναντι 54,84% μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Ο δείκτης μετράει την αποτελεσματικότητα των τραπεζών σε σχέση με τα λειτουργικά τους έξοδα έναντι των λειτουργικών εσόδων.

Σε ικανοποιητικά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 15,88% διαμορφώθηκε στο τέλος του α΄ τριμήνου και ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) των ελληνικών τραπεζών έναντι 16,05% μέσου όρου στην Ευρωζώνη, ενώ στο 19,95% ανήλθε και ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας έναντι 20,28% στην Ευρωζώνη. Οι αντίστοιχοι δείκτες έχουν βελτιωθεί το β΄ τρίμηνο του έτους και με βάση τις προβλέψεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ο CET1 αναμένεται να διαμορφωθεί στα τέλη του 2025 άνω του 15% για την Alpha Bank, του 18% για την Εθνική Τράπεζα, του 15,8% για τη Eurobank και 14,5% για την Τράπεζα Πειραιώς. Με βάση τα στοιχεία του SSM, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) που διαμορφώθηκε το α΄ τρίμηνο του έτους στο 12,82% έναντι 9,85% μέσου όρου στην Ευρωζώνη.

Η πρόθεση για αυξημένο μέρισμα «τρέχει» παράλληλα με τη δέσμευση που έχουν αναλάβει οι ελληνικές τράπεζες για ταχύτερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου (DTC), που αντιπροσωπεύει το μισό περίπου των εποπτικών κεφαλαίων τους και αποτελεί από τα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών. Με σημείο εκκίνησης το 2025 έχουν δεσμευθεί ότι θα διαθέτουν το 29% των κερδών που διανέμουν προς τους μετόχους, μέσω μερίσματος και buyback για την ταχύτερη απόσβεση DTC κατά επτά χρόνια περίπου, αντί της αρχικής πρόβλεψης για το 2041. Η πρόβλεψη αυτή θα ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση του επόπτη του αιτήματος για αυξημένο μέρισμα το 2025.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT