Αρθρο Γιώργου Χριστόπουλου στην «Κ»: Τα νέα μονοπάτια της ελληνικής οικονομίας

Αρθρο Γιώργου Χριστόπουλου στην «Κ»: Τα νέα μονοπάτια της ελληνικής οικονομίας

5' 12" χρόνος ανάγνωσης

Πόσο καθορίζουν οι επιλογές τού χθες την πορεία τού αύριο; Στα οικονομικά χρησιμοποιείται συχνά η έννοια του path dependence, της εξάρτησης, δηλαδή, μιας οικονομίας από τα μονοπάτια εξειδίκευσης στα οποία βαδίζει επί χρόνια. Οι επενδύσεις δεκαετιών, με άλλα λόγια, έχουν δημιουργήσει ένα απόθεμα φυσικού και άυλου κεφαλαίου το οποίο δίνει σε μια οικονομία ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δεν μπορεί να ξεπεραστεί εύκολα. Είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που η βιομηχανική παράδοση της Γερμανίας θεωρείται διαχρονικά ο κινητήριος μοχλός της ανταγωνιστικότητάς της. Τα χρήματα δεν αρκούν. Ενδεικτική πρόσφατη περίπτωση ήταν η Northvolt, η σουηδική εταιρεία κατασκευής μπαταριών, που θεωρήθηκε το ανερχόμενο success story της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία αφού συγκέντρωσε δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεων οδηγήθηκε σύντομα στην πτώχευση. Ενας από τους λόγους ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει εργατικό δυναμικό με την απαιτούμενη εξειδίκευση για να μπορέσει να στηρίξει τις τεχνολογικές απαιτήσεις της παραγωγής της. Η γνώση είναι ένα είδος παραγωγικού κεφαλαίου που αγοράζεται πιο δύσκολα από οποιουδήποτε είδους εξοπλισμό.

Ιδωμένη από τη σκοπιά της Ελλάδας, μια τέτοιου είδους ντετερμινιστική προσέγγιση απέναντι στην ανάπτυξη θα δημιουργούσε ένα βαθμό απαισιοδοξίας, ή τουλάχιστον αποδοχής του γεγονότος ότι η οικονομία μας έχει μια εν πολλοίς προκαθορισμένη πορεία. Πέρα από τα πρωτοσέλιδα, όμως, για «νέα ρεκόρ αφίξεων», υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι αλλάζει. Το ελληνικό οικοσύστημα τεχνολογίας, σχεδόν ανύπαρκτο πριν από δέκα χρόνια, πλέον εκτιμάται ότι θα αποτελεί το 10% του ΑΕΠ της χώρας μέχρι το 2030. Από εταιρείες βιοτεχνολογίας μέχρι εφαρμογές που χρησιμοποιούμε καθημερινά για τα ψώνια μας, η χώρα μας αναδεικνύει διαρκώς startups που μεγεθύνονται ραγδαία και έχουν τις δυνατότητες να πρωταγωνιστήσουν διεθνώς.

Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Ο ένας είναι η επένδυση που έγινε από την ελληνική οικογένεια στην εκπαίδευση των παιδιών τους, ξεκινώντας στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τον κύκλο brain drain – brain regain τον οποίο έζησε η χώρα μας. Με τη μαζική επιστροφή μορφωμένου εργατικού δυναμικού που έφυγε από την Ελλάδα τα σκοτεινά χρόνια της κρίσης, εργάστηκε σε κορυφαίες εταιρείες σε όλο τον κόσμο και στη συνέχεια επέστρεψε, φέρνοντας μαζί την τεχνογνωσία και τη νοοτροπία που αποκόμισε εκεί. Αυτή η «διάχυση» αποτελεί έναν βασικό καταλύτη αναβάθμισης μιας οικονομίας, καθώς επιτρέπει στη γνώση να ξεφύγει από τα γεωγραφικά όρια στα οποία δημιουργήθηκε και να δημιουργήσει νέα «μονοπάτια» ανάπτυξης. Αλλωστε σε νέους κλάδους όπως, π.χ., της ανάπτυξης λογισμικού, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα δεν είναι κλειδωμένα σε φυσικές υποδομές, όπως εργοστάσια, ούτε απαιτούνται γραμμές παραγωγής με μεγάλο αριθμό εξειδικευμένων τεχνικών.

Πώς συνεισφέρει το κράτος στην ανάδυση του οικοσυστήματος καινοτομίας; Στο πρώτο διάστημα, ο κρισιμότερος ρόλος του είναι να ανοίγει δρόμο σε κεφάλαια υψηλού ρίσκου, κάτι που ο παραδοσιακός τραπεζικός δανεισμός δεν προσφέρει. Το κενό καλύπτει διεθνώς το venture capital, δηλαδή τα funds που αποδέχονται ότι ένα μέρος του χαρτοφυλακίου τους θα αποτύχει, με στόχο να βρουν τις λίγες εταιρείες που θα έχουν εκρηκτική ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων έχει συμβάλει στη μόχλευση κεφαλαίων άνω των 2 δισ. ευρώ, δημιουργώντας 38 ενεργά funds που έχουν κάνει επενδύσεις σε πάνω από 170 ελληνικές εταιρείες μέχρι σήμερα. Παράλληλα, ο νόμος 5162/2024 του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θέσπισε τα πιο ισχυρά φορολογικά κίνητρα πανευρωπαϊκά για επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης –συμπεριλαμβανομένων στοχευμένων κινήτρων για συνεργασίες με startups–, ενώ ενίσχυσε τα φορολογικά κίνητρα για τους angel investors και εισήγαγε τη startup visa.

Το ελληνικό οικοσύστημα τεχνολογίας, σχεδόν ανύπαρκτο πριν από δέκα χρόνια, πλέον εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 θα αποτελεί το 10% του ΑΕΠ της χώρας.

Οπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός, στον χώρο της τεχνολογίας η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες όχι απλώς να φτάσει, αλλά να ξεπεράσει πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με επιδόσεις που είναι πολλαπλάσιες του μεγέθους μας. Αυτό είναι όμως κάτι που, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν φαίνεται να το συνειδητοποιούμε απολύτως. Οι λίγες φορές που θα διαβάσει κάτι κάποιος για μια ελληνική startup είναι, συνήθως, όταν αυτή εξαγοραστεί έναντι μεγάλου ποσού. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία έχει ένα τόσο βαθιά ριζωμένο DNA με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που οποιαδήποτε απόκλιση από αυτό θεωρείται μεμονωμένη εξαίρεση περιορισμένου ενδιαφέροντος. Λογικό. Ο Κέινς έγραφε πως η μεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι το να βρεις νέες ιδέες, αλλά το να ξεφύγεις από τις παλιές. Βέβαια, αν κοιτάξει κανείς λίγα χρόνια πριν, αντίστοιχα εγγενή θεωρούνταν χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας όπως η φοροδιαφυγή και η δημοσιονομική αστάθεια. Οπότε μάλλον δεν υπάρχει κάποιο πεπρωμένο από το οποίο είναι αδύνατο να ξεφύγουμε.

Οι νέες γενιές ειδικότερα βλέπουν τον κόσμο απαλλαγμένες από τις νοοτροπίες που επικρατούσαν στη χώρα. Οσο φυσιολογικό φαινόταν πριν από κάποιες δεκαετίες το να υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό νέων που ονειρεύεται τη μονιμοποίηση στο Δημόσιο, τόσο φυσιολογικό είναι σήμερα ένα αντίστοιχο ποσοστό να ονειρεύεται να γίνει μέλος μιας startup που στοχεύει στη διεθνή επέκταση. Οπως είχε πει ο Ουίλιαμ Γκίμπσον, το μέλλον έχει φτάσει, απλώς δεν είναι κατανεμημένο ισομερώς. Η ραγδαία ανάπτυξη του οικοσυστήματος καινοτομίας αφορά ακόμα ένα περιορισμένο κομμάτι της οικονομίας. Αυτό όμως αλλάζει, και σε επίπεδο πολιτικής η αλλαγή αυτή μπορεί να επιταχυνθεί αφαιρώντας εμπόδια για την είσοδο καινοτόμων εταιρειών σε κλάδους όπως η άμυνα, προσφέροντας κίνητρα για την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών σε παραδοσιακούς τομείς όπως η γεωργία, και διευκολύνοντας τη διασύνδεση νέων επιχειρήσεων με τη ναυτιλία, ώστε να χτίσουμε πάνω στην ηγετική θέση του κλάδου. Παράλληλα, η διευκόλυνση εισόδου σε νέες αγορές –κάτι που αντίστοιχες χώρες, όπως η Πορτογαλία, επιδιώκουν κατά κόρον– θα δώσει μια σημαντική ώθηση σε εταιρείες που έχουν τη δυνατότητα να είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Μεταξύ άλλων, στόχο πρέπει να αποτελέσει η συντονισμένη διείσδυση στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας και της Αφρικής, όπου τα μερίδια αγοράς ακόμη διαμορφώνονται. Αυτό, φυσικά, απαιτεί συστηματική οικονομική διπλωματία η οποία δεν περιορίζεται σε αποσπασματικές ενέργειες, αλλά προσφέρει μόνιμους μηχανισμούς υποστήριξης και δικτύωσης.

Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει το αν η ελληνική οικονομία θα περιοριστεί στα όρια που θέτει το παρελθόν της ή αν θα χαράξει νέα μονοπάτια ανάπτυξης. Δέκα χρόνια πριν, τέθηκε σε αμφισβήτηση η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Ηταν λογικό τα επόμενα χρόνια να εστιάσουμε στην εγκαθίδρυση της βεβαιότητας ότι η Ελλάδα είναι μια αξιόπιστη χώρα. Πλέον, όμως, οφείλουμε να διευρύνουμε το πεδίο αυτού που μέχρι πρότινος θεωρείτο εφικτό για τη χώρα μας. Το πού θα πάμε αύριο μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από το πού βρεθήκαμε χθες. Και αυτό δεν είναι κάποιο αόριστο όραμα, αλλά μια πολύ συγκεκριμένη επιλογή.

*Ο κ. Γιώργος Χριστόπουλος είναι γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής και Στρατηγικής.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT